Αλχημεία

Φωτογραφία άρθρου
· Φωτοφιλοσοφικά // Δημοσίευση: 18 Μάιος 2014

απ' το στατικό στο αιώνιο

H φωτογραφία που ακολουθεί φέρει τον τίτλο: "View of Boulevard du Temple". Είναι ίσως μια από τις παλαιότερες φωτογραφίες που υπάρχουν. Δημιουργείται και τυπώνεται το 1839, από τον Louis Jacques Mande Daguerre και απεικονίζει τη θέα από το παράθυρο, μιας γειτονιάς του Παρισιού. Η συγκεκριμένη φωτογραφία αποτελεί ένα από τα πολλά παραδείγματα του οπτικού επαναπροσδιορισμού του φαινόμενου κόσμου, που γίνεται όλο και περισσότερο αισθητός μέσα από την φωτογραφική αναπαράσταση.

Η ικανότητα σύλληψης και μορφοποίησης του φωτός επάνω σε φωτο-ευαίσθητα υλικά, γεννά νέες προοπτικές αλλά προμηνύει και την έλευση νέων επιταγών. Και φυσικά, δεν είναι μόνο αυτός ο εξωπραγματικός νατουραλισμός της Φωτογραφίας, που αλλάζει τα δεδομένα της οπτικής αντίληψης του κόσμου, αλλά και οι νέες δυνατότητες πρόσβασης σε εικόνες και εμπειρίες που, σε πραγματικό χρόνο, θα ήταν αδύνατο να γίνουν αντιληπτές. Η θέα από το παράθυρο δεν έχει μόνο καταδηλωτική αξία.

Μια ασήμαντη στιγμή, σε μια γειτονιά του Παρισιού, έχει πλέον αποκοπεί από την ροή των γεγονότων, έχει αναβαθμιστεί σημασιολογικά, έχει απαθανατιστεί. Και αυτή την απαθανάτιση ακολουθούν καινούργια σχήματα και τρόποι ερμηνείας, καινούργιες οπτικές γωνίες που για πολλούς αιώνες προσεγγίζονταν μέσα από το μυθικό στοιχείο. Η θέα από το παράθυρο, με έναν μαγικό τρόπο, μεταφέρθηκε επάνω στη γυάλινη επιφάνεια. Η Φωτογραφία ήρθε να αποδείξει πως τα παράθυρα μπορούν να ξεκολλήσουν από τους τοίχους των σπιτιών, μπορούν να μετακινούνται, να κρύβονται στις τσέπες, να χαρίζονται, να δίνουν πρόσβαση στη θέα ολόκληρου του κόσμου από κάθε πιθανή γωνία, να δείνουν νέες πληροφορίες για τη ζωή, για τον άνθρωπο, για την ίδια την Φωτογραφία ως φαινόμενο, για τον φωτογράφο ως υποκείμενο. Όμως, αν και η Φωτογραφία δείχνει εξ αρχής σε τι είναι καλή, δείχνει επίσης και σε τι δεν είναι και τόσο καλή. Η σύλληψη της αντιληπτής από το ανθρώπινο μυαλό κίνησης, της ροής των γεγονότων, είναι ακόμα έξω από τις δυνατότητές της. Η Φωτογραφία δεν γεννήθηκε με την ικανότητα να αποτυπώνει την κίνηση, αλλά να μετουσιώνει με αλχημικό τρόπο τη στατικότητα σε αιωνιότητα.

Κοιτάζοντας πάλι την φωτογραφία "View of Boulevard du Temple", όλα μοιάζουν να στέκουν εκεί αιώνια, αναλλοίωτα, εκτός ίσως από τις ανθρώπινες παρουσίες. Η αποτύπωσή τους ως θολές, γκρίζες μορφές, σα να βρίσκονται υπό διαδικασία υλοποίησης ή εξαύλωσης, ήρθε να πιστώσει στην Φωτογραφία την αδυναμία της. Η λεπτομερής αποτύπωση θεμάτων σε κίνηση ήταν έξω από τις δυνατότητές της. Αυτή της η αδυναμία θα επηρεάσει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο, την σημαντικότερη ίσως ανάγκη του συλλογικού ασυνείδητου, την διατήρηση της μορφής. Οι αμέτρητες δαγγεροτυπίες στυλιζαρισμένων πορτραίτων, που θα κατακλύσουν την Ευρώπη και την Αμερική, είναι γεμάτες με μυστηριώδη πρόσωπα λογιών-λογιών ανθρώπων, σε στάσεις και εκφράσεις που μοιάζουν άκαμπτες, αυστηρά ελεγχόμενες. Ο χρόνος έκθεσης που απαιτείται είναι τόσος, ώστε να αναγκάζει τους απεικονιζόμενους να επιλέξουν ασυναίσθητα μια έκφραση την οποία μπορούν να διατηρήσουν αρκετά, μια σχεδόν μη-έκφραση, μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της φωτογράφησης. Στα απεικονιζόμενα πρόσωπά τους κυριαρχεί μια αίσθηση αυτοπειθαρχίας ή υπακοής, αλλά και μια υφέρπουσα ένδειξη αυτοεκπλήρωσης. Η μορφή τους έχει πλέον περάσει το κατώφλι του χρόνου, έχει μπει στο μεγάλο βιβλίο της αιωνιότητας. Αυτή η ιδιαιτερότητα της Φωτογραφίας ωστόσο, αποτελεί γενεσιουργό αιτία και άλλων κοινωνικών φαινομένων, όπως η προπαγανδιστική χρήση της από καθεστώτα, με σκοπό την διαμόρφωση ψευδούς εικόνας για ανθρώπους που αποτελούν πρόβλημα για τα κεθεστώτα αυτά. Σημαντικότερα παραδείγματα είναι η σταλινική τακτική άφαίρεσης της απεικονιζόμενης μορφής από φωτογραφίες αξιωματικών ή πολιτών, όπως και η χρήση της φωτογραφικής απεικόνισης ανθρώπων της Παρισινής Κομμούνας με στόχο την διαστρέβλωση της εικόνας τους. Από αυτή την προπαγανδιστική χρήση του φωτογραφικού μέσου, θα ξεπηδήσουν παραδείγματα εξαιρετικής τεχνικής, όπως το κολάζ του φωτογράφου Eugene Appert, στο οποίο απεικονίζονται πρόσωπα γυναικών, στις φυλακές των Βερσαλλιών. O Appert, ακολουθώντας τις διαταγές του καθεστώτος, θα καλέσει μια συγκεκριμένη ομάδα στοχοποιημένων γυναικών, με την προυπόθεση να τους κάνει το πορτραίτο, αφιλοκερδώς, για να το χρησιμοποιήσουν οι συγγενείς τους ως τεκμήριο συμμετοχής στην αντίσταση. Οι μορφές των γυναικών θα αποκοπούν και θα προστεθούν, μία προς μία, στον φωτογραφημένο προαύλιο χώρο των φυλακών στις Βερσαλλίες. Η επιλογή των στάσεων, όπως η φιγούρα στα αριστερά, με το χέρι στη μέση και το μπουκάλι στο στόμα ή η καθιστή φιγούρα στα δεξιά με τα πόδια ανοιχτά, θα προκαλέσει την ηθική αντίδραση του κοινού για το κατασκευασμένο "ποιόν" αυτών των γυναικών.

Φυσικά οι όποιες επιτυχίες σημειώνονται από τα καθεστώτα αυτά, βασίζονται εν πολλοίς στην σύμβαση του κοινού κατά την οποία οτιδήποτε απεικονίζεται πάνω σε μια φωτογραφία είναι αναμφισβήτητα πραγματικό.

Πέραν αυτών των πολύ σημαντικών κοινωνικών προεκτάσεων στη χρήση του μέσου, άλλα φαινόμενα προσθέτουν και μια χιουμοριστική διάσταση γύρω από τις επιδράσεις του στην μάζα. Η φρενίτιδα των carte de visit, ως μια πρώιμη εκδοχή των σημερινών μέσων κοινωνικής δικτύωσης, επέκτεινε τον ήδη διαμορφωμένο όρο του "flaneur", με τη φωτογραφική αναπαράσταση της μορφής να βοηθά στην διαμόρφωση του σύγχρονου νάρκισσου. Άλλες περιπτώσεις είχαν ίσως περισσότερο γούστο, όπως για παράδειγμα η κοινή επιθυμία και τακτική κακοποιών ή καταδίκων, να αποφύγουν την ρεαλιστική απεικόνιση του προσώπου τους, η οποία προορίζεται για κοινοποίηση, κουνώντας όσο το δυνατό πιο έντονα το κεφάλι τους, ώστε να επιτύχουν την αλλοίωση της μορφής τους στο χαρτί, αποτρέποντας έτσι την επιτυχή αναγνώρισή τους από το πλήθος. Έτσι, κάθε τέτοια απόπειρα φωτογράφησης στις φυλακές, αποτελεί μια τραγελαφική διαδικασία, με τους δεσμοφύλακες να μάχονται να κάμψουν την αντίσταση του κατάδικου, και τον φωτογράφο να φλερτάρει με ένα είδος πρώιμου snapshot.

Μπορεί αργότερα η Φωτογραφία να κέρδισε τη μάχη με τον χρόνο, να συμπεριέλαβε στις δυνατότητές της και την λεπτομερή, πολλές φορές υπερεαλιστική αναπαράσταση της κίνησης, αλλά αυτή η πρώτη ιδιότητά της, η μετουσίωση της στατικότητας σε αιωνιότητα, η διατήρηση της μορφής έμψυχων και άψυχων, συνεχίζει να αποτελεί την ουσία της. Μια τεχνική αδυναμία, επηρεάζει και βοηθά την μοντέρνα κοινωνία να μελετήσει, να απολαύσει, να χειραγωγήσει τη σχέση στατικότητας και κίνησης, να επαναπροσδιορίσει την έννοια της μορφής. Ο κόσμος μοιάζει να ξέρει πολύ καλά τι θέλει από τη Φωτογραφία, πολύ πριν την εμφάνισή της. Ο θρίαμβος του Μοντερνισμού πιστοποιείται και η αλληλένδετη σχέση μεταξύ μορφής και λειτουργικότητας κυριαρχεί.

Όμως η Φωτογραφία έχει να ξεπεράσει ακόμα μια σκόπελο. Η λειτουργία της ως εκφραστικό μέσο δεν είναι εξ αρχής αυτονόητη. Αποτελεί σαφώς μια καινοτόμο εφεύρεση, ένα νέο επιστημονικό πεδίο, ένα εργαλείο πέρα από κάθε φαντασία αλλά πόσο αυτό το εργαλείο μπορεί να πιστώσει στον χρήστη την έννοια του δημιουργού; Το σημαντικότερο πρόβλημα, σύμφωνα με τον μέχρι πρόσφατα επικεφαλής επιμελητή του τμήματος Φωτογραφίας του ΜΟΜΑ, Peter Galassi, είναι εκείνο που οι πιονιέροι της Φωτογραφίας περιγράφουν με τον όρο Mechanical. Ο όρος αυτός αφορά την μηχανική διαδικασία αντιγραφής μέρους του φαινόμενου κόσμου πάνω σε άπειρο αριθμό επιφανειών, μια μηχανική διαδικασία από την οποία απουσιάζει το σημαντικότερο στοιχείο του καλλιτεχνικού έργου, την εγκεφαλική σύλληψη και μορφοποίηση της πρωταρχικής ιδέας. Δεν απαιτείται ουσιαστική σκέψη παρά μόνο η ακολουθία μιας τεχνικής διαδικασίας από τον χρήστη. Η συμμετοχή του είναι περισσότερο επικουρική. Ακόμα και η συνειδητή οργάνωση των στοιχείων της εικόνας, η σύνθεση, προκειμένου να προσδωθεί μια αίσθηση προσωπικής επιλογής, δεν είναι αρκετή ώστε να μετατρέψει το αποτέλεσμα σε κάτι περισσότερο από ένα τακτοποιημένο αντίγραφο του φαινόμενου κόσμου. Έτσι, οι πρώτοι φωτογράφοι που τους απασχολεί το ζήτημα της ταυτότητας, προκειμένου να μπορέσουν να απεμπλακούν από τη μηχανική αναπαραγωγή της εικόνας και να εισάγουν ένα κρίσιμο προσωπικό στοιχείο που θα κυριαρχήσει εις βάρος της τεχνολογίας, μελετούν και να αναπαράγουν ιδέες από το παρελθόν των παραστατικών τεχνών. Οι περισσότεροι από αυτούς πετυχαίνουν μια επανάληψη μορφικών σχημάτων που έχουν μελετηθεί στο παρελθόν από άλλα εκφραστικά μέσα. Άλλοι, όπως η J. M. Cameron, καταφέρνουν να δώσουν ενδείξεις ενός προσωπικού στίγματος στο φωτογραφικό αποτέλεσμα. Σε αυτή την περίοδο ζύμωσης, η αυτοτέλεια της Φωτογραφίας θα περάσει σε δεύτερη μοίρα.1

Αυτή όμως η ζύμωση θα δώσει πρόσβαση σε ένα νέο σύστημα μορφικών πεδίων για τους "εξωφωτογραφικούς" καλλιτέχνες. Για πολλούς από αυτούς, η έλευση της Φωτογραφίας είναι λυτρωτική, βοηθώντας τους να αποκαθηλώσουν την στιβαρότητα και την αίσθηση του ανεξίτηλου, στοιχεία που ακολουθούν τη Ζωγραφική ή τη Γλυπτική, από τα βάθη των αιώνων. Θα αρχίσουν να παρατηρούν και να μελετούν οπτικά φαινόμενα που αλλάζουν ανά πάσα στιγμή. Η κίνηση των ανθρώπων ή των φυσικών στοιχείων, οι εναλλαγές του φωτός και οι σχέσεις που αναπτύσσει με τα στερεά αντικείμενα, η έννοια του εφήμερου, η υποκειμενικότητα και η αποδόμηση της μορφής, είναι τα νέα πεδία έρευνας, αφήνοντας επιτέλους το ηρωικό γυμνό και τις μυθικές μορφές του Κλασσικισμού ή τις υψηλές αξίες και ιδανικά του Ρομαντισμού, να αναπαυθούν στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.

Η Φωτογραφία ήρθε, και με σχεδόν αλχημικό τρόπο, άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού.

1. Paul Strand, The Art Motive in Photography, 1923