Εις άτοπον απαγωγή

Φωτογραφία άρθρου
· Φωτοφιλοσοφικά // Δημοσίευση: 06 Ιουν 2013

οδηγίες ανακατεύθυνσης

Μάταια προσπαθούσες να θυμηθείς πως βρέθηκες χωρίς παπούτσια, καθώς τα γυμνά σου πόδια πίεζαν το άνυδρο, σχεδόν ξεραμένο έδαφος καθώς βάδιζες αμήχανα. Τα κουρελιασμένα σου ρούχα; άλλο και τούτο. Εσύ που πάντα ήσουν καλοντυμένος πως βρέθηκες σε τέτοια κατάσταση; Και αυτός ο τόπος; Πως βρέθηκες εδώ; Πότε ήρθες και προς τα πού ήθελες να πας; Τίποτα. Κενό. Δεν θυμόσουν απολύτως τίποτα. Απλά βάδιζες σ'αυτό το ερημικό τοπίο, που τα πάντα έμοιαζαν ακίνητα, νεκρά, χωρίς καμία αίσθηση αλλαγής, χωρίς καμία εξέλιξη.

Ένιωσες κάτι να σε χτυπά στο στήθος καθώς έσερνες βαριεστημένα το κορμί σου. Ήταν μια παλιά τηλεμετρική φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στο λαιμό σου, που χόρευε κι αυτή μαζί σου το χορό της λήθης. Στάθηκες για λίγο και την πήρες στα χέρια. Δεν σου θύμιζε κάτι. Δεν ήταν σίγουρα δική σου αλλά ποιανού ήταν άραγε; Τι σχέση είχες εσύ με τη Φωτογραφία; Μήπως ήσουν φωτογράφος, φωτορεπόρτερ ή δημοσιογράφος, που τάχα σε κάποια αποστολή έχασες τη μνήμη σου εξαιτίας σοβαρού ατυχήματος; Μυστήριο. Σκεφτόμενος όλα αυτά σήκωσες σχεδόν ασυνείδητα τη μηχανή και την έφερες προσεχτικά στο μάτι. Ο χώρος όμως έμοιαζε ίδιος ακόμα και μέσα από το οφθαλμοσκόπιο. Καμία κίνηση, καμία αλλαγή. Μόνο στασιμότητα. Χωρίς να το πολυσκεφτείς, πάτησες το κουμπί. Κλικ! Ξαφνικά κατάλαβες πως ο ήχος του φωτοφράχτη ήταν ίσως ο πρώτος ήχος που άκουσες όση ώρα βάδιζες στο έρημο τοπίο. Δεν ήταν μόνο η ακινησία των πραγμάτων, αλλά και μια βαριά σιωπή που κάλυπτε από άκρη σ' άκρη το χώρο. Αυτό το "κλικ" ήταν που τάραξε την ηρεμία, που ήρθε να δηλώσει πως κάτι μπορεί να αλλάξει αν υπάρχει το ερέθισμα. Ένα απλό "κλικ" μέσα στο απόλυτο τίποτα. Σου άρεσε. Το βρήκες ενδιαφέρον. Το πρώτο "κλικ" έφερε και το δεύτερο και μετά το τρίτο και τέταρτο και κάπου εκεί έχασες την επαφή με τους φόβους και τις ανασφάλειες σου για το ποιος ήσουν ή που πήγαινες. Ούτε τα πληγωμένα σου πόδια, ούτε τα κουρελιασμένα ρούχα, ούτε η ξένη μηχανή που κρατούσες στα χέρια, ούτε η χαμένη σου προσωπικότητα, τίποτα δεν σε απασχολούσε πια. Χαιρόσουν τη διαδικασία της παρατήρησης ενός ξένου κόσμου μέσα από ένα τόσο δα μικρό παραθυράκι.

Ξαφνικά κάτι σου τράβηξε την προσοχή. Εκεί στο βάθος, ίσα που φαινόταν μια λάμψη. Την είδες μέσα από το οφθαλμοσκόπιο αλλά ήταν τόσο έντονη που σε τράβηξε έξω από το μαγικό κόσμο της παρατήρησης και σε έφερε σε εκείνον τον απατηλό κόσμο της εντύπωσης. Η περιέργεια όμως είναι τόσο πιεστικός σύμβουλος που σχεδόν σε διέταζε να πας προς τα εκεί.

Άρχισες να τρέχεις κρατώντας τη μηχανή στα χέρια, ώσπου έφτασες μπροστά στην αιτία της λάμψης.
Ένα δέντρο. Το μόνο δέντρο που υπήρχε στο γυμνό τοπίο. Ένα πελώριο δέντρο γεμάτο φύλλα και καρπούς, που σου προκαλούσε δέος. Πλησίασες και άγγιξες τον κορμό του. Το περιεργάστηκες περπατώντας γύρω του και αμέσως μετά σήκωσες μηχανικά τη φωτογραφική μηχανή και το κοίταξες μέσα απ' το οφθαλμοσκόπιο. Συνέχισες να κρατάς τη μηχανή κολλημένη στο μάτι σου, προσπαθώντας να καδράρεις καλύτερα, να φτιάξεις μια ωραία φωτογραφική ρέπλικα του δέντρου που τόσο σε εντυπωσίασε.

Όμως ξαφνικά κάτι άλλαξε. Τα πράγματα έδειχναν ίδια αλλά κάτι συνέβαινε, το ένιωσες αμέσως. Κατέβασες δειλά τη μηχανή και έκπληκτος είδες το δέντρο να έχει μεταμορφωθεί σε μια μεγάλη λαμπερή μάζα. Ξαναέφερες με την ίδια δειλία τη μηχανή στο μάτι αλλά μέσα από το οφθαλμοσκόπιο τίποτα δεν συνέβαινε. Το δέντρο ήταν απλά το δέντρο που είδες από την αρχή. Ξανακατέβασες τη μηχανή, την ξαναέφερες στο μάτι, τα ίδια. Άλλο έβλεπες μέσα από το κρύσταλλο, άλλο δια γυμνού οφθαλμού! Πέφτοντας στα γόνατα κατάλαβες πως αυτό που σου συνέβαινε πρέπει να είχε κάποιο λόγο, κάποιο νόημα που έπρεπε να αποκαλυφθεί. Ή μήπως όχι; Η παράξενη φωτογραφική μηχανή που κρατούσες τόση ώρα στα χέρια, άρχισε να δονείται ελαφρά, παράγοντας έναν εκνευριστικό διακοπτόμενο ήχο. Άπλωσες το χέρι και χτύπησες το ρολόι, πετώντας το κάτω. Η ώρα ήταν 7 το πρωί.