που πάτε κυρία μου; Εσείς είστε έκθεμα...
Πήγες τελικά στα εγκαίνια. Πήγες να εκτεθείς. Με την κατάλληλη περιβολή και το απαραίτητο ύφος, πέρασες το κατώφλι. Τα φώτα σε πήραν απ' τα μούτρα. Στους τοίχους κάποια "έργα" καμάρωναν αγωνιώντας για λίγη προσοχή καθώς κάποια άλλα, υπομένανε αγγίγματα και βλέμματα διερευνητικά, ειρωνικά, θαυμασμού ή φθόνου. Κοίταξες κι εσύ ένα από αυτά. Το κοίταζες, σε κοίταζε, του έγνεψες, σε γείωσε. Τι να σημαίνει το κόκκινο μέσα στο κίτρινο και το τρίγωνο μέσα στο ρόμβο; Πού πήγε το άλλο μάτι της νεαράς που μοιάζει να θέλει να βγεί έξω από το κάδρο; Προσπαθείς να αναλύσεις τη συνταγή, ξύνοντας το μούσι στο πιγούνι σου. Παράλληλα, κρυφο-αναζητάς τα βλέμματα των παρευρισκομένων. Δεν ξέρεις τι θέλεις περισσότερο, να κοιτάξεις το έκθεμα ή να σε κοιτάξουν ως έκθεμα. Ή μήπως ξέρεις;
Εγκαταλείπεις το πρώτο "έργο" και πας για το επόμενο με μια ακατανίκητη αίσθηση αυτονομίας να σε πλημμυρίζει. Εσύ αποφασίζεις για τη σειρά με την οποία θα δεις τα "έργα", για το χρόνο που θα αφιερώσεις στο καθένα, για την άποψη που θα στοιχειοθετήσεις τελικά. Είσαι αυτόνομος. Δεν υπακούς σε κανένα νόμο, σε κανένα πρωτόκολλο. Και ξαφνικά ένα ρακούν περνά δίπλα σου γαργαλώντας σου τη μύτη και το φτάρνισμα ταράζει τις λεπτές ισορροπίες της αίθουσας. "Συγνώμη", λες στην γηραιά κυρία με το ρακούν τυλιγμένο γύρω απ' το λαιμό της. Εκείνη σου ανταποδίδει ένα μπλαζέ βλέμμα και απομακρύνεται με σκέρτσο.
Μετά πρόσεξες την τραγιάσκα. Σκούρο καφέ, ελαφρά στραμμένη στ' αριστερά και με μια μικρή κλίση προς τα κάτω, σαν μια πινελιά επιβεβαίωσης. Ήταν ο καλλιτέχνης που άλλαζε ποτήρια και μοίραζε τσουγκρίσματα με γενναιοδωρία. Έλαμπε σαν το παγώνι ανάμεσα σε άλογα που γυρίζουν γύρω-γύρω αμήχανα. Πότε τρύπωνε σε πηγαδάκια, πότε στεκόταν μπροστά σε κάποιο έκθεμα προσμένοντας τα φλας των φωτογράφων να τον κάνουν να αστράψει. Ήταν η μέρα που περίμενε σε όλη του τη ζωή, η ανακάλυψη ενός σταρ! Ήταν η Μέριλιν λίγο πριν την αυτοκτονία της... Εντάξει ίσως αργεί ακόμα αυτό, όμως... Ποιο να είναι τελικά το έκθεμα; Αυτό που κρέμεται στον τοίχο ή αυτό που στέκεται με λόρδωση στη μέση της αίθουσας;
Δεξιά σου δύο κυρίες συνομιλούν μπροστά από ένα γύψινο αγαλματίδιο. Μοιάζουν σα να το έχουν φιλοτεχνήσει οι ίδιες. "Αποπνέει έναν γνήσιο ρεαλισμό. Θυμίζει Ροντέν." Λέει η μια. "Δεν το νομίζω. Εγώ διακρίνω μια ελαφριά αίσθηση μπαρόκ, σαν Ιταλική μελωδία. Μάλλον Μπερνίνι θυμίζει χρυσή μου." Απαντά η άλλη. Δύο γλυπτά που περιεργάζονται ένα τρίτο. Πλησιάζεις το αγαλματίδιο και διαβάζεις τον τίτλο που φέρει διακριτικά στη βάση του, καθώς οι κυρίες συνεχίζουν τη συνομιλία τους "Ροντέν!", "Μπερνίνι!", "Ροντέν!", "Μπερνίνι!"... Αυτονομία. Η κάθε μια τους, εκτός από την Άρτα και τα Γιάννενα, κουβαλά πάνω της και την αυτονομία της άποψή της. Ποιος θα ήθελε να του υπαγορεύουν τι να πιστεύει ή πως να φερθεί ακόμα και μέσα σε αυτή τη μικρή αίθουσα εγκαινίων. "Μοντέρνα Αυτονομία" την αποκαλούσε ο Μάρτενσεν*. Μια αυτονομία που γεννιέται ως αντίδραση απέναντι σε νόρμες και πεθαίνει μέσα από τις νέες νόρμες που η ίδια δημιουργεί, για να ξαναγεννηθεί και να πεθάνει πολλές φορές. Μια συσίφεια αυτονομία.
"Σας βρίσκω σκεπτικό. Σας επηρέασε ο καλλιτέχνης φαντάζομαι...", ακούστηκε πίσω σου μια φωνή. Ένας κύριος σε πλησίασε επιθυμώντας κουβέντα. "Ε, ναι", αποκρίθηκες αβίαστα καθώς εκείνος ξαναπήρε το λόγο: "Βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα τη σύνδεση των όγκων με τα επίπεδα. Τα γλυπτά, έτσι άναρχα ερριμμένα στο χώρο, ανάμεσα στον δισδιάστατο κόσμο των μορφών στους τοίχους, δημιουργούν ένα πλαίσιο διαλόγου που δεν με αφήνει αμέτοχο. Νομίζω πως ο καλλιτέχνης μας βάζει σε μια έντονα διαδραστική διαδικασία προκαλώντας μας να βρούμε διέξοδο." Ένα μεγάλο ερωτηματικό έφεξε πάνω απ' το κεφάλι σου. Του χαμογέλασες και γύρισες και κοίταξες το χώρο των εγκαινίων. Η αίθουσα είχε γεμίσει με ανθρώπους. Ο καθένας από αυτούς όμως, έμοιαζε να ήρθε όχι για να δει τα εκθέματα, αλλά να πάρει τη θέση τους. Ανάμεσά τους κι εσύ με την εύθραυστη αυτοπεποίθηση που προσφέρει η ψευδο-αυτονομία σου, σήμερα την ημέρα των εγκαινίων, ως επίδοξο ανθρώπινο έκθεμα, διεκδικείς τη μοναδικότητά σου, τρομάζοντας ταυτόχρονα με την ιδέα του να είσαι μοναδικός.
* Hans Lassen Martensen (1808 – 1884)