Απεικόνιση ήχων και συναισθημάτων η έκθεση Jazz Moments του Ανδρέα Ζαχαράτου
Ένταση, έκσταση, προσήλωση κι εξωτερίκευση, όλα αποτυπώνονται πάνω στο φωτογραφικό χαρτί, όπως οι νότες πάνω στο πεντάγραμμο. Όλα τα χρόνια που ο Ανδρέας Ζαχαράτος υπηρετούσε πιστά αυτό το πρότζεκτ, παρών σε αμέτρητες ζωντανές εμφανίσεις ξένων και ελλήνων Jazz μουσικών, έφεραν ως αποτέλεσμα μια φωτογραφική μονογραφία και μια έκθεση με τον τίτλο Jazz Moments.
Οι μουσικόφιλοι, και ιδίως οι πιστοί της Jazz, θα μπορούσαν να έχουν ενστάσεις για το πώς και πόσο μπορεί να αποτυπωθούν η ήρεμη δύναμη, τα έντονα συναισθήματα και οι ξεχωριστοί ρυθμοί αυτού του μουσικού ρεύματος. Όποιος επισκεφθεί την έκθεση, θα βρει τις απαντήσεις.
Το ασπρόμαυρο, επιλογή του φωτογράφου, σε μεταφέρει υποβλητικά και κάνει κάθε σκηνή που φωτογράφισε ο Ανδρέας Ζαχαράτος να περιέχει κάτι από την θέρμη της Νέας Ορλεάνης. Τόσο μακριά από το λίκνο της Jazz κι όμως τόσο κοντά, καθώς ο φακός αποτυπώνει αυτή την ίδια αίσθηση, το κάλεσμα στη μυσταγωγία της μουσικής.
Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο Σάκης Παπαδημητρίου, συνθέτης και πιανίστας της Jazz αλλά και συγγραφέας, «οι φωτογραφίες που τράβηξε ο Ανδρέας Ζαχαράτος απέδειξαν την προσήλωσή του στους ανθρώπους, το σώμα τους και την εκφραστική που συμβαδίζει με κάθε κομμάτι».
Όταν, λοιπόν, ένας «πιστός» της Jazz αποφασίζει να παραιτηθεί της ευχαρίστησης του ακροατή και να θέσει εαυτόν στην υπηρεσία της καλλιτεχνικής τεκμηρίωσης των μουσικών πεπραγμένων στις Jazz σκηνές της Ελλάδας, εύλογα το ενδιαφέρον στρέφεται στο περιεχόμενο της έκθεσης. Ωστόσο, τα όσα θα διαβάσετε παρακάτω δεν υπολείπονται ουσίας, καθώς ο δημιουργός αναφέρεται στο ιστορικό υπόβαθρο, στις επεκτάσεις του πρότζεκτ, στις μέχρι τώρα αντιδράσεις του κοινού της έκθεσης και βεβαίως στην προσωπική του σχέση με την Jazz.
Μετά από χρόνια φωτογραφήσεων σε Jazz Club, έφτασες στην έκδοση του βιβλίου και την παρουσίαση της έκθεσης Jazz Moments. Δεδομένης της αγάπης σου γι’ αυτό το είδος μουσικής, το project αυτό συνεχίζεται ή έκλεισε ο κύκλος του;
Το Jazz Moments ξεκίνησε το 1992, φωτογραφίζοντας το μοναδικό Jazz Club των Αθηνών, το Half Note και δυο-τρεις ακόμα σκηνές που υπήρχαν όπως το Παράφωνο και περιστασιακά κάποια ακόμα Club και τελείωσε το 2016, μετά την συνάντηση που είχα με τον Σάκη Παπαδημητρίου, τον γνωστό συνθέτη μουσικής Jazz, πιανίστα και συγγραφέα, ο οποίος με μύησε στην Jazz με τα βιβλία του, τις ραδιοφωνικές του εκπομπές της δεκαετίας του ’80 και βέβαια τους δίσκους του.
Το κεφάλαιο αυτό έκλεισε, γιατί είχα ασχοληθεί για σχεδόν δυο δεκαετίες με την ελληνική και διεθνή Jazz σκηνή, φωτογραφίζοντας μουσικούς των οποίων ήμουν φαν, ας πούμε, και έγινα και φίλος. Πάντα σε Club, ποτέ σε μεγάλες συναυλίες ανοιχτού τύπου.
Η γνωριμία μου με τον Σάκη, η εκτίμηση του για την δουλειά μου και η συνεργασία μας στο βιβλίο Jazz Moments που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Τόπος, έθεσε για μένα το τέλος αυτής της θεματικής ενότητας. Νομίζω ότι είναι η μοναδική φωτογραφική μονογραφία που υπάρχει για την Jazz στην Ελλάδα και είναι δύσκολο να ξαναγίνει κάτι τέτοιο, γιατί θα πρέπει να γίνει από άνθρωπο που το αγαπάει, που είναι μέσα σ’ αυτό. Όχι περιστασιακά από κάποιον που φωτογραφίζει γενικά συναυλίες.
Είναι κάτι βιωματικό, δικό μου. Η αγάπη μου για την Jazz και την φωτογραφία έπλασαν αυτή τη θεματική ενότητα.
Πρόεκυψαν και πιο ειδικές συνεργασίες μέσα από αυτή τη θεματική; Με καλλιτέχνες, δισκογραφικές;
Ναι, μέσα από τις φιλίες που ανέπτυξα, κυρίως με τους έλληνες μουσικούς που τους ήξερα και πριν από το ’92, καθώς από το ’78 παρακολουθώ την ελληνική Jazz σκηνή, από το Jazz Club του Μπαράκου στο οποίο καθόμουν απ’ έξω και άκουγα, γιατί ήμουν ανήλικος τότε. Αργότερα μπορούσα να παρακολουθήσω κανονικά, τον Σάκη Παπαδημητρίου, τον Γιώργο Τρανταλίδη, τον Λάκη Ζώη και πολλούς άλλους, αναπτύσσοντας φιλίες.
Όταν λοιπόν άρχισα να φωτογραφίζω στο καινούριο τότε Half Note, είχα ήδη προσωπική σχέση μαζί τους, ήμουν και στις πρόβες. Συζητούσαμε για την μουσική, μου ανοιγόντουσαν, μ’ εμπιστευόντουσαν. Έτσι, με τον Στράτο Βουγά, αξιόλογο σαξοφωνίστα, έκανα το εξώφυλλο για το πρώτο του cd. Μια φωτογράφιση που έγινε στο σπίτι του, σε ένα σαββατοκύριακο. Πήγα με δικά μου φώτα, φωτίσαμε τα πορτρέτα του και έτσι έγινε η φωτογράφιση.
Κι ο Μάκης Αμπλιανίτης, ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες, έκανε το πρώτο του cd με δικές μου φωτογραφίες, σε δικό του χώρο επίσης. Βρεθήκαμε, κουβεντιάσαμε και μετά του έκανα το πορτρέτο του δίσκου.
Τελευταία, ο Λευτέρης Χριστοφής κιθαρίστας της Jazz-Fusion μουσικής, έβγαλε το τελευταίο του cd φέτος σε μια ξένη εταιρεία, που το κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα, με εξώφυλλο και εσωτερικές φωτογραφίες δικές μου.
Θα μας εξηγήσεις πως προέκυψε η συνεργασία σας με τον Σάκη Παπαδημητρίου;
Όταν είχα σχεδόν τελειώσει το Jazz Moments, το εκμυστηρεύτηκα σ’ έναν κοινό μας φίλο, τον συγγραφέα Γιάννη Μπασκόζο, επί χρόνια διευθυντή του περιοδικού «Διαβάζω». Όταν είδε την δουλειά μου, του άρεσε πάρα πολύ και μου πρότεινε να με συστήσει στον Σάκη Παπαδημητρίου και στον εκδοτικό οίκο Εκδόσεις Τόπος, για να προχωρήσω να εκδώσω τη δουλειά μου, όπως και έγινε.
Συναντηθήκαμε με τον Σάκη στην Θεσσαλονίκη. Είδε την δουλειά μου, του άρεσε πολύ και προλόγισε το φωτογραφικό λεύκωμα. Έτσι βοήθησε την έκδοση, όπως επίσης και τα κείμενα του Γιώργου Χαρωνίτη, ενός αξιόλογου δημοσιογράφου, εκδότη του περιοδικού Τζαζ&Jazz επί χρόνια και θιασώτη της ελληνικής Jazz σκηνής από το ’70 κι έπειτα.
Δεδομένης της προσωπικής σχέσης και της αγάπης που έχεις για την Jazz μουσική, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η δουλειά είναι πιο προσωπική;
Ως καλλιτέχνης φωτογράφος, ό,τι φωτογραφίζω έχει την σφραγίδα της ματιάς μου. Κάτι προσωπικό, το οποίο μοιράζομαι με το κοινό μου. Δεν φωτογραφίζω μόνο για μένα, αλλά και για το κοινό. Ποτέ δεν κρατάω τις φωτογραφίες για τον εαυτό μου, θέλω πάντα να τις εκθέτω, να τις εκδίδω σε μονογραφίες, όπως συνέβη και τώρα αφού η Jazz είναι η αγαπημένη μου μουσική και μ’ έχει επηρεάσει και στην ματιά μου και στην αντίληψη της ζωής μου. Όπως έχω γράψει και στο βιβλίο, είναι μια μουσική επαναστατική και ήρεμη συγχρόνως. Περικλείει τον αυτοσχεδιασμό και το ήρεμο ταξίδι. Μπορώ να πω ότι η φωτογραφία μ’ έφερε κοντά στη Jazz και η Jazz επηρέασε την φωτογραφία μου.
Οι εκθέσεις φωτογραφίας απεικονίζουν ανθρώπους, τοπία, τη ζωή και τη φύση. Σε αυτή την έκθεση απεικονίζεται η τέχνη, που περιέχει και τα δύο. Είναι αυτό κάτι περισσότερο; Μπορούμε να πούμε ότι αποθανατίζει μεγαλύτερη ένταση;
Όλα τα είδη φωτογραφίας έχουν τη δύναμή τους. Αυτό που ήθελα να δώσω με το Jazz Moments στο θεατή, είναι να νιώσει την Jazz μουσική μέσα από τις φωτογραφίες.
Πως μπορεί να το πετύχει αυτό ένας φωτογράφος; Πρώτον πρέπει ν’ αγαπάει αυτό που κάνει και το θέμα που καταπιάνεται. Δεύτερον, ειδικά για το Jazz Moments, είναι δουλεμένο σε ασπρόμαυρους τόνους. Είναι αυτοί που αρμόζουν στην ιδιοσυγκρασία αυτής της μουσικής. Το έντονο κοντράστ, τα πολλά λευκά, τα πλούσια μαύρα, η ένταση των στιγμών, των προσώπων των καλλιτεχνών, τα κοντινά πλάνα του σώματός τους, που προδίδουν την αγωνία, την ηρεμία ή τον αυτοσχεδιασμό τους.
Θα ήθελα, ο κάθε θεατής που θα δει την έκθεσή μου να καταλάβει τι είναι η Jazz μουσική. Να εισπράξει το αίσθημα κι ας μην έχει ακούσει ποτέ τη jazz μουσική.
Η έκθεση έχει ήδη παρουσιαστεί και σε άλλες πόλεις. Τι έχεις να πείς για το κοινό; Είναι φίλοι της φωτογραφίας που μυούνται στην Jazz ή φίλοι της Jazz που μυούνται στην φωτογραφία; Τι εισπράττεις από τις συνομιλίες με όσους επισκέπτονται την έκθεση;
Μπορώ να πω ότι στην πρώτη έκθεση στην Αθήνα, στο Athens House of Photography, την γκαλερί στην Κηφισιά, ήρθαν περισσότερο άνθρωποι της φωτογραφίας, επειδή ήταν μια γκαλερί που φιλοξενεί εκθέσεις φωτογράφων που φωτογραφίζουν διάφορα είδη. Στη Θεσσαλονίκη ήταν και τα δύο, έπαιξε ρόλο και ο Σάκης Παπαδημητρίου που προλόγισε στα εγκαίνια. Ήταν μαγνήτης και για ανθρώπους που αγαπούν την Jazz μουσική. Στην Αλεξανδρούπολη, η παρουσίαση έγινε από μια φωτογραφική ομάδα, οπότε ήρθαν άνθρωποι που αγαπούν τη φωτογραφία.
Πολλοί περιμένουν να δουν συναυλιακές φωτογραφίες, μου το είπαν. Αλλά είδαν κάτι ιδιαίτερο, εστιασμένο επάνω στο μουσικό και τη μουσική που εκτελεί. Αυτό φρόντισα να το κάνω εγώ με τις τεχνικές, με τις συλλήψεις του κάδρου, με τη χρήση φακών που απομονώνουν το καλλιτέχνη, χωρίς να φαίνεται ο περίγυρος παρά μόνο η ένταση του καλλιτέχνη.
Γενικά, μπορώ να πω ότι είναι μοιρασμένοι κι αυτό είναι καλό και για την έκθεση, και για το κλίμα που δημιουργείται και το τι “παίρνει” ο κάθε ένας που την επισκέπτεται.