"Ερμηνείες Ανάπαράστασης" η τελευταία καλλιτεχνική κατάθεση του πολυπράγμονα εικαστικού
«Η έμπνευση βρίσκεται παντού, το πρόβλημα είναι ο ρέον χρόνος»
Ο Βασίλης Καρκατσέλης δεν είναι ο «συνηθισμένος» φωτογράφος, ούτε η τελευταία έκθεση του «Ερμηνείες Αναπαράστασης» μια τυπική έκθεση φωτογραφίας. Αυτή η μη-περιγραφή δεν γίνεται προς δημιουργία εντυπώσεων, αλλά για να εξηγήσει τον τίτλο «εικαστικός καλλιτέχνης», που στην περίπτωση του δεν αποτελεί γενική μα συμπεριληπτική περιγραφή, εισάγοντας μας στο έργο του.
Η συζήτηση με έναν άνθρωπο που έχει αυτή την καλλιτεχνική πορεία, σε επίπεδο επιλογών, εκφραστικών μονοπατιών, συνδιαλλαγών και εμπειριών κυλάει με ορμή. Ο κ. Καρκατσέλης κατέχει με τα χρόνια μια ιδιαίτερη άποψη, όχι παγιωμένη αλλά δυναμική. Ακολουθώντας το δημιουργικό του ένστικτο, απέφυγε πολλές «παγίδες» του καλλιτεχνικού κόσμου και έχει αποκτήσει την ευχέρεια να περιγράφει τις εμπνεύσεις και τους προβληματισμούς του μέσα από περισσότερα από ένα καλλιτεχνικά ρεύματα. Την τελευταία του «κατάθεση» την χαρακτηρίζει ως «μία έκθεση περί ρεαλισμού».
Η στάση του και οι δημιουργίες του αποτελούν προκλήσεις για σκέψη και δράση, προσκλήσεις για αλληλεπίδραση, κατάθεση προβληματισμών πάνω στην σύγχρονη τέχνη αλλά και τη ζωή στις σύγχρονες κοινωνίες. Μια συνέντευξη με τη μορφή συζήτησης με τον Αλέξανδρο Σωματαρίδη, θα σας εισάγει στον κόσμο του Βασίλη Καρκατσέλη, προσφέροντας ερμηνείες για την καλλιτεχνική του πορεία και δίνοντας βάσεις για την καλύτερη κατανόηση της έκθεσης «Ερμηνείες Αναπαράστασης», η οποία θα φιλοξενείται στη Γκαλερί ΜΑΤΙ στην Κατερίνη από 22/02 έως 10/03/2018, με τα εγκαίνια να γίνονται την Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου, στις 20.30.
Οι εικόνες που παρουσιάζετε πηγάζουν από μέσα σας, αναπαριστούν ερεθίσματα που έχετε πάρει από τα ταξίδια σας και τις συναναστροφές σας ή αποτελούν συνδυασμό αυτών;
Η φωτογραφία για εμένα είναι μορφή έκφρασης, άρα, ναι, στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους είναι αποτέλεσμα εσωτερικής ανάγκης, είναι διερευνήσεις σε ερωτήματα, πρόσκαιρες ή φαινομενικές απαντήσεις σε αυτά, θέσεις ή αντιθέσεις σε προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία, τις παρέες ή τους φίλους μου, και όχι λίγες φορές, σε προβλήματα του ίδιου του μέσου μέσω του οποίου εκφράζομαι, του φωτογραφικού.
Έτσι πιστεύω πως απάντησα και στο ρόλο που παίζουν οι «συναναστροφές» μου. Βρίσκονται παντού, καθώς ο διάλογος μαζί τους, μέσω της τέχνης μου, με διαμορφώνει ενώ ταυτόχρονα τους «διαμορφώνω». Σε ένα παλιό κείμενο πάνω από την πόρτα εισόδου σε μία διαδραστική έκθεση είχε γραφτεί: Μεγαλώνουμε και εξελισσόμαστε με το κοινό μας.
Ποια είναι η έμπνευση σας για τις τεχνικές που χρησιμοποιείτε;
Η έμπνευση μπορεί να βρίσκεται παντού, σε ένα ποίημα, σε ένα άρθρο εφημερίδας, μία φιλοσοφική διάλεξη, μία πορεία διαμαρτυρίας στους δρόμους, ένα ερώτημα (από ή προς), μία αίτηση για συμμετοχή μου σε κάποια έκθεση, πολλές φορές και από τις ανάγκες της ίδιας της φωτογραφίας ή το τέλος μίας «σειράς έργων» που μόλις ολοκληρώθηκε. Το τοπίο γύρω μου είναι ανεξάντλητο. Ιδέες υπάρχουν άπειρες και από παντού. Το πρόβλημα είναι ο ρέον χρόνος, αυτός που δεν επιτρέπει την επεξεργασία όλων όσων θα ήθελα να κάνω, αυτός που ξεγλιστρά συνεχώς και δεν αφήνει πολλές από τις ιδέες μου να γίνουν έργα, τα οποία θα αξίζουν το λόγο για τον οποίο καταναλώθηκε τόση ενέργεια..
Για τις τεχνικές, τώρα, (που χρησιμοποιώ) το πρόβλημα είναι πλατύτερο και πολυπλοκότερο. Σχετίζεται με τον τρόπο τον οποίο δουλεύω. Δεν ανήκω στη μερίδα των φωτογράφων που μαζεύουν φωτογραφίες μέχρι να δουν τι θα τις κάνουν. Φτιάχνω φωτογραφίες, πάντα, μόνο για ένα σκοπό. Πρώτα συγκροτείται το τι θέλω να πω (μέσω των εικόνων μου) και μετά δημιουργούνται οι φωτογραφίες. Πρώτα το «τέλος» και κατόπιν τα τεχνικά.
Το κάθε θέμα που με απασχολεί, θεωρητικά τουλάχιστον, έχει μία κατάλληλη φόρμα για να μπορέσει να μιλήσει στο κοινό του. Αυτή η φόρμα, είναι που καθορίζει το τελικό χρώμα της εικόνας, το πόσο κοντά ή μακριά θα τοποθετηθώ, το πόσο σκληρή ή απαλή θα πρέπει να δείχνει, το μέγεθος και όλα τα άλλα που συμπεριλαμβάνονται στην παρουσία ενός δημιουργήματος.
Θεωρείτε ότι οι τεχνικές που χρησιμοποιείτε κάνουν το έργο σας πιο άμεσο, πιο ελκυστικό για αλληλεπίδραση από πλευράς του κοινού;
Ναι, οι τεχνικές υπογραμμίζουν το περιεχόμενο των εικόνων μου, άρα σε συνδυασμό με άλλα παραπλήσια εργαλεία, όπως πχ τα κείμενα στους τοίχους ή τη συνεχή παρουσία μου στις εκθέσεις, βοηθούν στην κατανόηση του έργου και αναπτύσσουν το διάλογο μαζί του.
Με μία ιδιαίτερη μάλιστα τεχνική που εφαρμόζω, την τεχνική του «ανοικτού» ή «ατελούς» έργου επιτρέπω στο θεατή να αναγνωρίσει «ατέλειες» και να μου τις υποδείξει, άρα να ξεκινήσει διάλογο με εμένα, μέσω του έργου. Αυτή η διάδραση για εμένα, είναι το πιο σημαντικό, ιδιαίτερα μια και δεν «υπηρετώ» τη φωτογραφία του προηγούμενου αιώνα, δηλαδή δεν δημιουργώ «ωραίες» εικόνες..
Ως εικαστικός κι όχι αποκλειστικά φωτογράφος, θα μπορούσατε να επιχειρήσετε μια αποτίμηση για το τι προσφέρει αυτή η τέχνη; πόσο έχει αλλάξει με την συχνότατη παρουσία φωτογραφικών μηχανών και φωτογραφιών στην καθημερινή μας ζωή;
Όπως συνέβαινε πάντα, τα ίδια συμβαίνουν και σήμερα. Τα εργαλεία εξελίσσονται και προσφέρουν δυνατότητες. Το εάν κάποιος εγκλωβιστεί στη συνεχή ανανέωση των εργαλείων, θα χαθεί. Αν αλλάζεις κάθε χρόνο φωτογραφική μηχανή, δε θα δημιουργήσεις ποτέ. Το αυτό ισχύει, πιστεύω, παντού. Δε μπορώ να φανταστώ κάποιον μουσικό κάθε χρόνο να αλλάζει όργανο, κάποια στιγμή πρέπει να βρει τι του ταιριάζει και να εργαστεί με ή επάνω σε αυτό.
Το ίδιο συμβαίνει και στο πόσους απασχολεί (και πόσο σοβαρά) η φωτογραφία. Όλοι έχουν πλέον μία κάμερα, όπως έχουν και ένα μολύβι με χαρτί. Όπως οι περισσότεροι δεν θα γίνουν συγγραφείς, έτσι δε θα γίνουν και φωτογράφοι, αν και θα βγάζουν εκατοντάδες εικόνες και θα μαζεύουνε like. Θυμάται κανείς σήμερα τις κυρίες των αξιωματικών της δικτατορίας, που όλες τους θέλανε να γίνουν ζωγράφοι ή αγιογράφοι, με δύο ή τρεις μήνες «παρακολούθηση μαθημάτων»;
Για το περί «προσφοράς» που θίγετε, θα απαντήσω πως, και πάλι, ισχύει ότι και για τα άλλα παραπάνω. Ότι δηλαδή συνέβαινε και κατά τους παρελθόντες αιώνες, το ίδιο συμβαίνει και στο εκάστοτε ΤΩΡΑ.
Η τέχνη που δεν αντιγράφει τον εαυτό της, αλλά προσπαθεί να μιλήσει για την εποχή της, δηλαδή να είναι σύγχρονη, το κάνει με τρόπους που είναι και αυτοί σύγχρονοι, άρα όχι υποχρεωτικά εντός πλαισίων και κανόνων που έχουν περάσει στο λεξιλόγιο της εκπαίδευσης, της κοινωνίας, ή των άλλων συναδέλφων δημιουργών. Ότι είναι δυσανάγνωστο, δυσκολεύει και την κατανόηση, δυσκολεύει το διάλογο, δυσκολεύει την ζητούμενη από το δημιουργό «αντήχηση». Δεν ήταν πάντα έτσι; Σε πόσους άρεσε ο Καραβάτζιο ή ο Βαν Γκογκ κτλ;
Από την παρουσία σας ως καλλιτέχνης σε διάφορα μέρη του κόσμου, έχετε ζήσει αυτό που λέμε ότι οι τέχνες είναι διεθνής γλώσσα;
Ναι οι τέχνες μπορεί να είναι μία διεθνής γλώσσα, γεμάτη, όμως, ντοπιολαλιές. Και χρειάζεται τριβή με αυτές τις διαφορετικότητες για να υπάρξει κατανόηση και αλληλοεπηρεασμός. Πχ πρέπει να μπορείς να καταλάβεις κάποια ελάχιστα από την Κρητική γλώσσα για να απολαύσεις το λόγο τους. Το rooms to let είναι η ξευτίλα της επιβίωσης.
Όπως οι κάτοικοι μιας πόλης οφείλουν να προσπαθήσουν σκληρά, ώστε να γίνουν ενεργό κοινό, ικανό να επι-κοινωνήσει τα έργα που δείχνονται στην πόλη του, έτσι και στα διάφορα μέρη του κόσμου, μόνο που εκεί ενδέχεται να γίνεται «χαμός» από αντίστοιχες εκθέσεις και ο αγώνας μεταφέρεται σε άλλα επίπεδα.
Στο εξωτερικό αναγνωρίζονται όσοι μιλούν με τα ιδιώματα που καταλαβαίνουν οι κάθε ξένοι, του κάθε κέντρου. Οι «ντοπιολαλιές» παραμένουν στο περιθώριο, ως μη κατανοήσιμες. Τα άλλα κράτη, με εκατοντάδες εκθέσεις, κείμενα και παντός είδους υποστήριξη, από φεστιβάλ σε φεστιβάλ και όποια άλλη ευκαιρία, περιοδεύουν τους δημιουργούς τους, σε αυτή την υπέρτατη προσπάθεια να γίνουν κατανοητές οι ιδιαιτερότητες και το κάθε ξεχωριστό που κομίζει στο παγκόσμιο ο δικός τους τόπος, τρόπος ζωής, σκέψης και έκφρασης.
Στη Ελλάδα αυτή η διαδικασία είναι σχεδόν ανύπαρκτη και άκρως περιστασιακή. Και με τις εικαστικές τέχνες και με τη φωτογραφία. Δεν υπάρχει κράτος, δεν υπάρχει υπουργείο πολιτισμού, εξωτερικού ή ανάπτυξης που να ασχοληθεί με αυτό. Δεν υπάρχει και κουλτούρα. Ακόμη και η Μελίνα που με κάθε ευκαιρία βροντοφώναζε στις συναντήσεις μας πως ο πολιτισμός (άρα και οι τέχνες του σήμερα ως μέρος αυτού) είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδος κτλ, δεν έκανε τίποτε επ’ αυτού. Ατυχώς αυτή η πολυδάπανη διαδικασία, δε μπορεί να καλυφθεί εντατικά και σε βάθος χρόνου, ούτε από τους ίδιους τους δημιουργούς, ούτε από τους φορείς που συστήνουν.
Η εκλαΐκευση της τέχνης είναι πρωτεύον στόχος; Ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνει αυτοσκοπός;
Όλοι οι αυθεντικοί δημιουργοί θα θέλανε το έργο τους να είναι κατανοητό και αγαπητό από το κοινό, από όλους ή έστω από το δυνατόν περισσότερους. Σαν αυθεντικοί δημιουργοί, όμως, γνωρίζουνε πως αυτό δεν είναι κάτι εύκολο ή απλό, είναι σχεδόν αδύνατον. Καμία γλώσσα δεν θα μιλιέται (και κατανοείται) ποτέ και το ίδιο από όλους. Και ποιό κοινό άλλωστε;
Το έργο τους/μας, για να φτάσει στο κοινό του, πριν και από τη δημιουργία του ακόμη, πρέπει να αποφασίσει (ο δημιουργός του) ποιόν από τους τρεις βασικούς δρόμους θα ακολουθήσει.
Αυτόν του τι θέλει το κοινό; (Τι είναι μόδα, τι θέλει η αγορά, τι ζητάει και επιβάλει το σύστημα παραγωγής, διακίνησης και διάθεσης έργων). Ο επιλέγων αυτό το δρόμο συνήθως γίνεται εκτελεστής παραγγελιών και τίποτε άλλο, όπως οι μαρμαράδες που χαράσσουν ονόματα σε τάφους, αλλάζοντας κάπου – κάπου τη γραμματοσειρά.
Της βιοτεχνίας; (Κάναμε κάτι κάποτε και το αντιγράφουμε αιωνίως για να διατηρήσουμε τη θέση μας στη ζήτηση). Συνήθως, και σε αυτή την περίπτωση, ο αντιγραφέας μετατρέπεται σε εκτελεστής παραγγελιών και τίποτε άλλο. Επιτρέπονται ελάχιστες μικροπαρεκτροπές.
Της δημιουργίας; (Κάθε έργο και νέα προβλήματα, κάθε φορά από το μηδέν, κάθε τέλος και αρχή, κάθε λιμάνι και καημός, αλλά με χαρά δημιουργίας).
Για εμένα τα δύο πρώτα μονοπάτια δε μου ταιριάζουν. Πριν από πολλά – πολλά χρόνια αποφάσισα, πως δε με αφορούν, πως είναι πιο σημαντικό να ψάχνομαι παρά να ξεπατικώνω χάρτες και διαδρομές. Προτιμώ να υπηρετώ τις αξίες των απαιτήσεών μου και όλα όσα ζητάνε για να ολοκληρωθούνε τα ίδια τα έργα μου, παρά να ψάχνω να βρω τι είναι αυτός ο μέσος όρος του αόρατου κοινού, ποιό είναι αυτό το δήθεν λαϊκό ένστικτο ή πώς να υπηρετήσω πράγματα έξω και ακόμη χειρότερα κόντρα στις αξίες μου.
Για να παραφράσω κάπως τον ποιητή μας: Κανένας αυτοσκοπός δε μπορεί να γίνει σκοπός.
Ο Βασίλης Καρκατσέλης γεννήθηκε στο Παλαιό Φάληρο Αττικής το 1952. Έχει παρουσιάσει τη χαρακτική και ζωγραφική του εργασία σε 17 ατομικές και πάνω από 50 ομαδικές εκθέσεις, σε Ελλάδα και εξωτερικό. Ομοίως, τη φωτογραφική του εργασία παρουσίασε σε 51 ατομικές και πάνω από 100 ομαδικές. Εκδόθηκαν διάφορα έντυπα με κείμενα, δοκίμια, μονογραφίες, ποίηση, χαρακτικά και φωτογραφίες του.
Διετέλεσε Μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Μουσείου Φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης. Μεταξύ άλλων το 1984 ιδρύει τη Φωτογραφική Ομάδα Τριανδρίας, γνωστή σε όλους σήμερα, σα Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης και είναι Πρόεδρος της Καλλιτεχνικής του Επιτροπής. Μέλος διάφορων δραστήριων καλλιτεχνικών ομάδων, εργάζεται για τη διάδραση των τεχνών. Διδάσκει το αντικείμενό του παντού όπου του ζητηθεί. Τον απασχολεί τόσο η παραδοσιακή αντίληψη για την τέχνη, όσο και το ταξίδι της πέραν των ορίων.
Παρουσίασε την πρόσφατη εργασία του σε πολλούς χώρους και θεσμούς, και ανάμεσά τους στο Γαλλικό Salon, στο Βελιγράδι, τις Βρυξέλες, το Δουβλίνο, το Μεξικό, το Περού, την Ισπανία, Σερβία, Κροατία, Κίνα, στην Κωνσταντινούπολη και Σουηδία πολλαπλώς, τις Φωτογραφικές Ημέρες του Κάουνας στη Λιθουανία, στο ¨Ευρωπαίοι Δημιουργοί¨ στο Lotz της Πολωνίας, το Ουγγρικό Μουσείο Φωτογραφίας, τα Φεστιβάλ Marigrafia και Photovakation της Βουλγαρίας, την Biennale του Άμστερνταμ, την Phodar Bienniale, τη Φωτογραφική Συγκυρία και τη PHOTOBIENNALE, το Ίδρυμα Τσιχριτζή, το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, το Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του ΑΠΘ, το Μουσείο Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, το Μουσείο Λαϊκών Οργάνων Θεσσαλονίκης, το Λαογραφικό Μουσείο της Ξάνθης, την 1η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης και φυσικά, σε πολλούς άλλους εξωθεσμικούς χώρους.