όλα τα κοράκια είναι μαύρα, άρα ότι δεν είναι μαύρο δεν είναι κοράκι...
Θυμήσου εκείνη την πρώτη μέρα, που εκστασιασμένος άρπαξες τη φωτογραφική σου μηχανή στα χέρια, με μια σιγουριά πως η εποχή που πατούσες το κουμπί μόνο για να «φυλακίσεις» στιγμές χαράς ή μεγάλων αλλαγών στη ζωή σου ήταν πια παρελθόν. Θυμήσου με τι φούρια βγήκες στους δρόμους, σαν τον έφηβο που δεν ξέρει προς τα πού να κατευθύνει την ορμή του, ψάχνοντας και στρέφοντας το φακό σου προς πάσα κατεύθυνση. Θυμήσου όταν οι πρώτες σου «πραγματικές» φωτογραφίες αποκαλύφθησαν μπροστά στα διψασμένα για επιβεβαίωση μάτια σου. Θυμήσου με τι λαχτάρα τις καλωσόρισες. Εκείνες οι άγουρες φωτογραφίες. Θυμάσαι; Ίσως θα θυμάσαι όμως πως ήταν ασπρόμαυρες έτσι δεν είναι; Και πως θα μπορούσαν να είναι κάτι άλλο αφού ο λόγος που προκάλεσε εκείνη τη μετάλλαξη μέσα σου, που από έναν κοινό θνητό σε μετέτρεψε σε διψασμένο καταγραφέα της ζωής, ήταν εκείνο το μικρό βιβλιαράκι γεμάτο με ασπόρμαυρες φωτογραφίες μερικών σημαντικών φωτογράφων του περασμένου αιώνα, που μόλις το έπιασες στα χέρια και το ξεφύλλισες, κατάλαβες πως η Φωτογραφία μπορεί να είναι κάτι ενδιαφέρον, κάτι που μέσω αυτής θα μπορούσες να εκφράσεις τα εσώψυχά σου. Θυμάσαι εκείνες τις ασπρόμαυρες συνθέσεις που έμοιαζαν σαν με μεζούρα μετρημένες, και κάθε μια τους σε έκανε να αναρωτιέσαι όλο και περισσότερο για την πολυπλοκότητα της ζωής αλλά και για την ανοησία του ανθρώπου. Ήσουν σίγουρος πως κοιτάζοντας αυτές τις φωτογραφίες, κοίταζες τέχνη. Και αποφάσισες να απαντήσεις με τέχνη.
"Η ασπρόμαυρη Φωτογραφία είναι τέχνη", "όχι, η έγχρωμη φωτογραφία είναι τέχνη", "η Φωτογραφία δεν είναι τέχνη", "οτιδήποτε περιττό πρέπει να αποφεύγεται στην τέχνη", "τι είναι τέχνη;" Συνηθισμένες κλισέ προτάσεις, δηλώσεις και ρητορικές ερωτήσεις, σε έμπλεκαν σε έναν νοητικό μποτιλιάρισμα καθώς τις διάβαζες σε άρθρα ή τις άκουγες σε συζητήσεις, μέχρι τελικά να σε φέρουν σε αδιέξοδο. Εσύ από την άλλη, αισθανόσουν πως το σύνηθες επιχείρημα περί "απόρριψης του περιττού" από το έργο τέχνης, είχε μια δόση αλήθειας. Ποιο είναι όμως το περιττό και ποιος είναι ο τρόπος να το μετρήσει κανείς; Άλλη μια αναπόφευκτα ρητορική ερώτηση, που έπρεπε να αντιμετωπίσεις.
"Περιττό είναι το χρώμα", έλεγε η βαριά φωνή στην οθόνη της τηλεόρασής σου. "Δεν επιτρέπει στη φωτογραφία να διαφύγει από την πραγματικότα". Πραγματικότητα. Διαφυγή. Άντε βγάλε άκρη... Η αλήθεια είναι πως η απουσία του Χρώματος από την φωτογραφική εικόνα, δεν υπήρξε ποτέ ως εικαστική επιλογή των πρώτων φωτογράφων. Ήταν μια συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα του πρώιμου φωτογραφικού μέσου, ένα χαρακτηριστικό του, παρόμοιο με την αδυναμία διατήρησης της κίνησης. Οι πρώτες φωτογραφικές εικόνες ήσαν ασπρόμαυρες γιατί δεν μπορούσαν να είναι κάτι άλλο. Το χρώμα τους ενδιέφερε όμως. Αν όχι τότε γιατί πάλευαν να το ανακαλύψουν; Πολλοί από αυτούς τους πιονιέρους φωτογράφους συνήθιζαν να χρωμάτιζουν με διάφορους τονιστές τα τυπώματά τους ή να επιχρωμάτιζουν με μπογιές και μελάνια, διάφορα θέματα, κυρίως τα ψυχρά στυλιζαρισμένα πορτρέτα της εποχής τους. Παράλληλα, εκεί γύρω στα 1850, τα πειράματα του Hill, του Becquerel και άλλων, η πρόταση του Maxwell και η υλοποίησή της από τον Sutton το 1861, επέφερε την ικανή αναπαράσταση των τριών βασικών χρωμάτων, αλλά και την διατήρησή τους επάνω στην φωτοευαίσθητη επιφάνεια. Η πρώτη έγχρωμη φωτογραφική εικόνα ήταν μια πραματικότητα, 35 χρόνια μετά την γέννηση της Φωτογραφίας. Η παρουσία ή απουσία του χρώματος, αποτελούσαν πλέον κρίσιμες επιλογές του μοντέρνου φωτογράφου, προσδίδοντας στην φωτογραφημένη του πραγματικότητα, συγκεκριμένα υφολογικά χαρακτηριστικά. Υπήρξαν βέβαια και εκτιμήσεις, κυρίως γύρω από την ασπρόμαυρη εκδοχή της φωτογραφικής εικόνας, που με τον καιρό πήραν τη μορφή δόγματος. Ένας μοντέρνος αισθητικός πουριτανισμός άρχισε να δημιουργείται καθώς η απουσία του χρώματος έπαψε να αποτελεί αναγακίο κακό. Έγινε επιλογή. Κείμενα με προτάσεις για μια πιο "καλλιτεχνική" Φωτογραφία, άρχισαν να εμφανίζονται τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, καθοδηγώντας τους νέους φωτογράφους σε "ασφαλείς" καλλιτεχνικούς δρόμους. Αφήστε το χρώμα για την πλέμπα... Η παρουσία του φαίνεται να μεγέθυνε την σημασία την αξία της ασπρόμαυρης φωτογραφικής εικόνας, αφήνοντας στις έγχρωμες εικόνες τον ρόλο του διασκεδαστή, του φτωχού συγγενή ή στην καλύτερη περίπτωση έναν εστέτ χαρακτήρα. Μετά τη δεκαετία του '50 θα αρχίσουν δειλά-δειλά να γίνονται αντιληπτές οι πρώτες ενδείξεις μιας διαφορετικής ποιότητας του χρώματος, πιο ουσιαστικής και διεισδυτικής, ικανής να απαιτήσει την αναβάθμισή της. Leiter, Ghirri, Shore, Eggleston κά βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης μεταξύ των συντηρητικών υποστηρικτών της ασπρόμαυρης Φωτογραφίας και των νεωτεριστών υποστηρικτών του χρώματος.
Το Χρώμα όμως, δεν υπήρξε απλά ένα ακόμα φορμικό χαρακτηριστικό της μοντέρνας φωτογραφικής εικόνας, μια ακόμα τεχνολογική κατάκτηση. Η φαινομενολογία του χρώματος, η συναισθηματική αλλά και κοινωνιολογική επιρροή που ασκεί στο θεατή, ορίζει τη μελέτη και κατανόηση των μηχανισμών του ως εξαιρετικά σημαντικές διαδικασίες, διαδικασίες που πιστοποιούν την κρισιμότητα του ως θεμελιώδες στοιχείο της μορφής. «Η εμπειρία του χρώματος μοιάζει μ’ εκείνην του συναισθήματος ή της συγκίνησης. Και στις δύο περιπτώσεις, τείνουμε να είμαστε παθητικοί δέκτες ερεθισμάτων.» γράφει ο ανθρωπολόγος Ernest Schachtel1. Το χρώμα χειραγωγείται αλλά κυρίως χειραγωγεί.
Από την άλλη πλευρά, η απουσία του χρώματος προσδίδει στην φωτογραφική εικόνα διαφορετικά χαρακτηριστικά, διαφορετικές δυναμικές. Όμως η εθιμοτυπική του απόρριψη, κάτι που παρατηρείται αρκετά συχνά στους νέους φωτογράφους, η οποία πολλές φορές συνοδεύεται από μια ροπή προς το υψηλό κοντράστ, ορμώμενη ίσως από την σύγχρονη ανάγκη για πρόκληση εντύπωσης, σαφώς και δεν μπορεί να προδιαγράψει την επιτυχή μετάβαση από τον χώρο του πραγματικού, σε έναν άλλο δήθεν παράλληλο χώρο, όπως προστάζουν μερικά επιχειρήματα υπέρ της απουσίας του χρώματος. Η μεταμόρφωση, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, δεν εξαρτάται ούτε από την δραματική αμφισημία του λευκού και του μαύρου, ούτε από την λαμπερή πολυσημία της πλούσιας χρωματικής παλέτας, και φυσικά, δεν επιτυγχάνεται απλά και μόνο από την τροποποίηση ή τον αισθητικό καλλωπισμό οποιασδήποτε φόρμας. Παράλληλα όμως, οποιαδήποτε υφολογική επιλογή δεν αναιρείται από την κατάχρησή της. Θυμήσου λοιπόν, πως η απουσία ή η παρουσία του χρώματος στις φωτογραφίες σου, αποτελεί συνειδητή επιλογή που εξυπηρετεί την εικόνα, τις εικόνες σου, δηλαδή εσένα.
1. Ernest G. Schachtel "Metamorphosis: On the Development of Affect, Perception, Attention, and Memory", New York,1959