ενδιάμεσα στα πλάνα και τα πλάνα ως ενδιάμεσα
Ούτε η μίξη από τις διάφορες μελωδίες που ηχούν ταυτόχρονα, ούτε η φασαρία που προκαλούν με τις φωνές τους οι θαμώνες μπορούν να μας αποσπάσουν την προσοχή από το φλίπερ που έχουμε μπροστά μας. Διακοπτόμενοι ήχοι, παλλόμενοι χρωματισμοί, ρυθμικές κινήσεις των μετακινούμενων στοιχείων και μια μεταλλική μπίλια να τρέχει πάνω στην πολύχρωμη επιφάνεια, αποτελούν τον κόσμο μέσα στον οποίο έχουμε παραδοθεί. Και η παρτίδα ολοκληρώνεται. Τότε για λίγο ελευθερώνουμε την προσοχή μας από την επιφάνεια του παιχνιδιού και εστιάζουμε σε μιαν άλλη, λίγα μόλις εκατοστά ψηλότερα. Το τζάμι που καλύπτει το φλίπερ αντανακλά την οροφή πάνω απ' το κεφάλι μας και μας αποκαλύπτει έναν νέο κόσμο σχημάτων και χρωμάτων που μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχαμε αντιληφθεί. Έναν νέο κόσμο έτοιμο να τον εξερευνήσουμε.
Με αυτό το παράδειγμα, ο θεωρητικός Κινηματογράφου Noel Burch παρουσίασε τον τρόπο με τον οποίο ο ανθρώπινος εγκέφαλος συλλέγει και επεξεργάζεται πληροφορίες.
Η Ανάλυση και η Κατάταξη των δεδομένων που προσλαμβάνουμε ανά δευτερόλεπτο, μέσα από την αδιάκοπη διαδικασία συλλογής πληροφοριών, αποτελούν ενέργειες συγγενικές με το κινηματογραφικό ντεκουπάζ και μοντάζ. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι τη στιγμή που πεθαίνουμε, σκηνοθετούμε real time χρησιμοποιώντας αποκλειστικά ένα συγκεκριμένο πλάνο, το λεγόμενο υποκειμενικό (point of view), και παράλληλα παρακολουθούμε αυτή την σκηνοθεσία ως θεατές. Η καθημερινότητά μας μοιάζει σαν μια ιστορία που κρύβει έναν σκηνοθέτη και απευθύνεται σε έναν θεατή. Μόνο που σκηνοθέτης και θεατής είναι το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή εμείς.
Επιστρέφοντας στο παράδειγμα του Burch, η διακοπή της συλλογής πληροφοριών από τον χώρο του φλίπερ και η έναρξη συλλογής από τον χώρο της οροφής συνεπάγεται την συρραφή των δύο αυτών χώρων. Αυτή η διακοπή μπορεί να παρομοιαστεί με το κινηματογραφικό cut, δηλαδή την κρίσιμη απόφαση του σκηνοθέτη να διακόψει ένα πλάνο. Αν ρίξουμε μια ματιά στην έννοια του κινηματογραφικού cut θα αντιληφθούμε αμέσως το ειδικό του βάρος και την σημασία του ως προς την εξέλιξη της αφήγησης. θα δούμε γιατί θεωρείται η πεμπτουσία του μοντάζ το οποίο πολλοί εμίσησαν αλλά κανένας δεν υποτιμά την αξία του.
Αν μπούμε για λίγο στο μυαλό μερικών θεωρητικών του μοντάζ θα διαπιστώσουμε πως η καθημερινότητά μας μπορεί να εμπεριέχει αμέτρητες πιθανότητες που μπορούμε να εξερευνήσουμε. Ο Sergei Eisenstein θεωρούσε πως η ιδανική στιγμή για το cut, είναι η στιγμή λίγο πριν την κορύφωση της δράσης ή την κορύφωση του νοήματος. Δηλαδή η δράση ενός πλάνου να διακοπεί πριν αυτή φτάσει στο αποκορύφωμα. Λογικά ένα cut σε αυτό το σημείο καθιστά το πλάνο ημιτελές αλλά και ενοχλητικό αφού μας παίρνει την μπουκιά απ' το στόμα. Όμως η συρραφή του ημιτελούς αυτού πλάνου με ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό, μοιάζει να δημιουργεί κάτι νέο. Γεννά ένα νέο πλάνο! Ο Eisenstein πρόσεξε πως όσο μεγαλύτερη είναι η αντίστιξη μεταξύ των δύο πλάνων τόσο μεγαλύτερη επίδραση θα έχει στον θεατή το αποτέλεσμα της συρραφής τους. Με αυτόν τον τρόπο, η καμπύλη περιεχομένου δεν κορυφώνεται μέσα στα πλάνα αλλά επάνω στο cut, καθιστώντας το κυρίαρχο. Κοινώς παράγουμε νοήματα από την σχέση μεταξύ τους και όχι απ' το καθένα χωριστά. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα την στιγμή που καθόμαστε στο τραπέζι και απολαμβάνουμε ένα πιάτο νόστιμο φαγητό. Λογικά η συγκεκριμένη εμπειρία αν ηταν πλάνο, θα ξεκινούσε με την πρώτη μπουκιά και θα ολοκληρώνονταν με την τελευταία. Η λογική συνέχεια θα πρότεινε την συρραφή της ολοκληρωμένης πια εμπειρίας του φαγητού με μια άλλη πχ το πλύσιμο του πιάτου ή την χαλάρωση στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση. Τι θα συμβεί όμως αν καθώς τρώμε διακόψουμε ξαφνικά την κατεύθυνση του πιρουνιού πριν αυτό φτάσει στο στόμα μας, σηκωθούμε απ' το τραπέζι βγάζοντας τα ρούχα μας, μπούμε κάτω απ' την ντουζιέρα και ανοίξουμε την βρύση; Το κρύο νερό που θα πέσει πάνω μας θα προκαλέσει εντελώς διαφορετικό ερέθισμα αλλά εξίσου έντονο με το γευστικό πιάτο που λίγο πριν απολαμβάναμε. Οι δύο αυτές εμπειρίες μοιάζουν ασύμβατες, πόσω μάλλον η διακοπή της μιας πριν ολοκληρωθεί και η συρραφή της με μια άλλη. Το αποτέλεσμα όμως, η σύνθεση αυτών των δύο μπορεί να μας εκπλήξει...
Αν προσπαθήσουμε να περιγράψουμε το μοντάζ του Eisenstein με τη μορφή διαγράμματος, θα κατέληγαμε μάλλον σε κάτι που θα μοιάζει με φουρτουνιασμένη θάλασσα, αφού ο ρυθμός των βίαιων μεταβάσεων που επιβάλλει στη ροή της αφήγησης, είναι καταιγιστικός. Και αν αυτό μας θυμίζει κάτι τότε δεν μπορεί παρά να μας θυμίζει τον τρόπο που πολλές φορές οι εικόνες (πλάνα) ενώνονται μεταξύ τους καθώς ονειρευόμαστε. Τι αίσθηση έχουμε μετά από ένα έντονο όνειρο;
Από την άλλη μεριά, ο Vsevolod Pudovkin θεωρούσε πως οι σχέσεις μεταξύ των πλάνων πρέπει να εμπεριέχουν μια λογική, μια συνέχεια στην ροή της αφήγησης, χωρίς αυτή να διακόπτεται από απότομες, συγκρουσιακές μεταβάσεις ή κορυφώσεις. Γι' αυτόν, το cut αποτελεί τη γέφυρα που ενώνει τα πλάνα, και από αυτή την ομαλή γεφύρωση αναπτύσσεται το νόημα. Έτσι, θα σηκωθούμε απ' το τραπέζι αφού τελειώσουμε το φαγητό και εν συνεχεία θα πάμε στο μπάνιο για το κρύο ντους. Μια πιο ήπια και περισσότερο "λογική" σύνδεση δύο έντονων και διαφορετικών ερεθισμάτων.
Οι εκδοχές του Eisenstein, του Pudovkin καθώς και πολλών άλλων που μελέτησαν τρόπους διαχείρισης του cut όπως ο Griffith, o Porter, ο Smith, o Mellies κ.ά. λειτουργούν. Και λειτουργούν διότι μιμούνται τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και βιώνουμε τον κόσμο.
Επανερχόμενοι στο αρχικό ερώτημα θα μπορούσε να συμβεί το αντίστροφο; Θα μπορούσαμε να μιμηθούμε την κινηματογραφική διαδικασία ανάλυσης-κατάταξης και διακοπής-συρραφής στην καθημερινότητά μας, να εφαρμόσουμε δηλαδή μια πιο "δημιουργική" σκηνοθεσία ελέγχοντας και επηρεάζοντας περισσότερο το περιβάλλον μας; Πόσο θα επηρέαζε την αφήγηση που βιώνουμε καθημερινά; Τι θα σήμαινε αυτό τόσο για τον σκηνοθέτη όσο και για τον θεατή μέσα μας; Αν καλούμασταν να δημιουργήσουμε ένα storyboard με τις δράσεις (πλάνα) της καθημερινότητάς μας πόσο ενδιαφέρον θα το βρίσκαμε κοιτάζοντάς το απ' έξω;