η αναγνώριση της έγχρωμης φωτογραφίας από το ΜοΜΑ και το νεωτεριστικό πρόγραμμα του John Szarkowski
Γεννημένος στο Memfis, Tenneessee, o William Eggleston θεωρείται ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους καλλιτέχνες, καθώς το έργο του κρίνεται ως αρκετά ιδιόρρυθμο. Μερικοί χαρακτηρίζουν τις φωτογραφίες του ιδιοφυείς, με άψογη χρήση του χρώματος, ενώ για κάποιους θεωρείται πεζός, μπανάλ και οι φωτογραφίες του χωρίς ουσία. Χωρίς αμφιβολία, όμως, αυτό το οποίο χαρακτηρίζει το έργο του Eggleston είναι το χρώμα.
Αρχικά φωτογραφίζοντας σε ασπρόμαυρο, άρχισε να πειραματίζεται με το χρώμα το 1965 μετά την γνωριμία του με το αυτό το είδος φωτογραφίας από τον William Christenberry και χρησιμοποιώντας τεχνικές που, μέχρι τότε, δουλεύονταν μόνο στην διαφημιστική φωτογραφία. Το έγχρωμο σλάιντ έγινε το κυρίαρχο μέσο φωτογράφισης γι’ αυτόν στη δεκαετία του 1960.
Ένα απόγευμα του ’67 συναντάει τον John Szarkowski, υπεύθυνο φωτογραφίας στο ΜοΜΑ (Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Της Νέας Υόρκης), με μια βαλίτσα γεμάτη έγχρωμα σλάιντς. Μετά την εξέταση του έργου του Eggleston, ο Szarkowski επικράτησε στην επιτροπή Φωτογραφίας του MoMA, ώστε να αγοράσει μία φωτογραφία του. Εν τω μεταξύ, ο Eggleston αρχίζει να πειραματίζεται στη μεταφορά χρώματος στην εκτύπωση με τη χρήση της μεθόδου dye-transfer. Η μέθοδος αυτή οδήγησε σε μερικές από τις πιο εντυπωσιακές φωτογραφίες του Eggleston, όπως το 1973 η φωτογραφία του με τίτλο “The Red Ceiling”.
Το αποτέλεσμα της πρώτης συνάντησής του με τον Szarkofsky, έρχεται 9 χρόνια αργότερα (1976) όταν κάνει την προσωπική του έκθεση έγχρωμων φωτογραφιών στο ΜοΜΑ, μόλις η δεύτερη έκθεση έγχρωμων φωτογραφιών στην ιστορία του μουσείου. Αν και αυτό έγινε πάνω από μια δεκαετία μετά την έκθεση των έγχρωμων φωτογραφιών του Ernst Haas στο ΜοΜΑ, το παραμύθι ότι η έκθεση του Eggleston ήταν η πρώτη έκθεση έγχρωμης φωτογραφίας του MoMA επαναλαμβάνεται συχνά και το 1976 θεωρείται στιγμή ορόσημο για την ιστορία της φωτογραφίας, αφού έγινε «αποδοχή της έγχρωμης φωτογραφίας από το υψηλότερο όργανο επικύρωσης» (σύμφωνα με τον Mark Holborn). Ήταν η στιγμή που η έγχρωμη φωτογραφία κέρδισε την αναγνώριση ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης. Ο Eggleston φυσικά και δεν ανακάλυψε την έγχρωμη φωτογραφία, αλλά διευκόλυνε την εξέλιξή της και την αποδοχή της σε ένα ευρύτερο μουσειακό πλαίσιο.
Η έκθεση περιελάμβανε 75 τυπώματα και την επιμελήθηκε ο John Szarkowski, ο οποίος υπήρξε και ο συγγραφέας μιας μονογραφίας με τίτλο William Eggleston’s Guide, η πρώτη έκδοση του Μουσείου που περιελάμβανε έγχρωμες φωτογραφίες. Και ήταν ακριβώς για αυτούς τους λόγους που η έκθεση έλαβε πολύ μεγαλύτερη προσοχή από ό, τι κανονικά θα έπρεπε να είχε συμβεί. Οι περισσότερες από τις κριτικές ήταν αρνητικές. Τίποτα δεν διέφυγε κριτικής, ούτε η μορφή, ούτε το περιεχόμενο, ούτε η εκτέλεση (ο τρόπος λήψης των φωτογραφιών), ενώ στη New York Times χαρακτήρισαν τις φωτογραφίες του Eggleston μπανάλ και απολύτως βαρετές. Χωρίς αμφιβολία, όμως, η έκθεση έδωσε στον Szarkowksi την ευκαιρία να τρέξει το νεωτεριστικό του πρόγραμμα.
«Νομίζω ότι πήρα το ρίσκο να επιτρέψω στη φωτογραφία να είναι ο εαυτός της. Σε αντίθεση με τους προηγούμενους φωτογράφους, των οποίων η έγχρωμη δουλειά ήταν είτε χωρίς φόρμα είτε πολύ όμορφη, μία νέα γενιά φωτογράφων έχει αρχίσει να χρησιμοποιεί το χρώμα με ένα σίγουρο πνεύμα ελευθερίας και φυσικότητας. Στο έργο τους, ο ρόλος του χρώματος είναι κάτι περισσότερο από περιγραφικός και διακοσμητικός και αναλαμβάνει έναν κεντρικό ρόλο στον καθορισμό/σαφήνεια του νοήματος της φωτογραφίας. Χρησιμοποιούν το χρώμα σαν ο κόσμος ολόκληρος να υπάρχει χάριν του χρώματος, σαν να είναι το μπλε και ο ουρανός ένα και το ίδιο πράγμα. Το χρώμα είναι υπαρξιακό και περιγραφικό: δεν είναι απλά έγχρωμες φωτογραφίες. Είναι φωτογραφίες με φόρμα, υφή, σύμβολα, γεγονότα, με εμπειρία όπως φαίνεται μέσα από τα ίδια τα δημιουργήματα της φωτογραφικής μηχανής. Ο Eggleston βρίσκει το προσωπικό, εσωστρεφές θέμα στην κοινότυπη πραγματικότητα της πόλης όπου ζούσε (Μέμφις) και στα περίχωρά της. (…) Ενώ οι φωτογραφίες του περιλαμβάνουν μια εκπληκτική περιγραφή της σύγχρονης αμερικάνικης ζωής, η δουλειά του είναι περισσότερο μία δέσμευση της προσωπικής του οπτικής γωνίας παρά μία κοινωνική καταγραφή. Αυτές οι φωτογραφίες είναι καθαρά, αμετάβλητα γεγονότα του πραγματικού κόσμου που καταγράφεται μέσω της φωτογραφικής μηχανής. Είναι όμως και κάτι περισσότερο. Γνωστοί και φίλοι, σπίτια της γειτονιάς, δρόμοι και εθνικές οδοί, περίεργοι, εστιατόρια και παράξενα αναμνηστικά έχουν θεαθεί μέσα από τη φωτογραφική μηχανή του Eggleston με έναν τρόπο που περιορίζει, αυστηρό και δημόσιο, ένα στυλ όχι ακατάλληλο για φωτογραφίες που μπορούν να παρουσιαστούν σαν αποδείξεις στο δικαστήριο. Αν τραβούσε σε ασπρόμαυρο, ίσως οι φωτογραφίες του να ήταν στατικές, όμως οι παρουσιάσεις των θεμάτων του με χρώμα έχουν μία διαφορετική συνθετική ροπή από το αντίστοιχο παγχρωματικό γκρι, όπως επίσης και διαφορετικό μήνυμα. Είναι αληθινές φωτογραφίες, αποσπάσματα ενός αποτρόπαιου κόσμου που τις τράβηξε με τακτ και πονηριά ώστε να μοιάζουν αληθινές. Μέσω των φωτογραφιών του πραγματοποίησε μία βαθιά έκφραση του εαυτού του, των αντιλήψεών και των προθέσεών του. Οπτικά ανάλογα για την ποιότητα της ζωής, ένα παράδειγμα της προσωπικής οπτικής, η οποία περιγράφεται εδώ με καθαρότητα, πληρότητα και λεπτότητα».
Πράγματι, αν προσπαθήσουμε να ορίσουμε τη φωτογραφία του William Eggleston με κάποια ακρίβεια, θα διαπιστώσουμε ότι δεν μπορούμε να το κατορθώσουμε. Ο Eggleston χρησιμοποιεί το στυλ στιγμιότυπου σκόπιμα για την ανάπτυξη ειδικών μορφών εικόνων που φαίνονται οικεία σε μας. Η εφευρετικότητα πίσω από την εικαστική γλώσσα των φωτογραφιών του, που σίγουρα δεν είναι στιγμιότυπα, δεν είναι άμεσα σαφής, και θα πρέπει να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά, πριν να την καταλάβουμε. Οι έγχρωμες δημιουργίες του ήρθαν σε μια εποχή που κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά την έγχρωμη φωτογραφία, με τα ασπρόμαυρα αποτελέσματα να θεωρούνται σαφώς πιο ποιοτικά και είναι πραγματικά εντυπωσιακή η σύνδεση αλλά και η σύγκριση με τα σημερινά standards που έχουμε για την τέχνη της φωτογραφίας.
Ο Szarkowski ακολουθούσε μία εκθεσιακή πολιτική διαφορετική από αυτή του προκατόχου του, Edward Steichen. Ο Steichen εμπλεκόταν κατά κύριο λόγο με το είδος της φωτογραφίας που διακρινόταν από την αυστηρότητα της σύνθεσης, την δεξιότητα της εκτέλεσης και τη σημασία του περιεχομένου. Ήταν ακριβώς φωτογραφικές συμβάσεις, που χαρακτηρίζονταν από μια αυτάρκεια που αναπόφευκτα γίνεται άκαμπτο δόγμα, κάτι που ο Szarkowski αντιμετώπισε με δική του επιλογή των σύγχρονων φωτογράφων, καθώς και του William Eggleston. Πλέον η φωτογραφία δεν θα χρησιμοποιείται ως ντοκουμέντο με την κλασική έννοια, αλλά μάλλον ως ένα μέσο για να δοθεί έκφραση στη δική τους προσωπική, αντισυμβατική αντίληψη του κόσμου. Θεωρήθηκε ότι το καλύτερο παράδειγμα αυτής της κίνησης προς τα μέσα ενημέρωσης είναι συνυφασμένη με το έργο του Walker Evans. Αυτή την κίνηση την ανέπτυξε ακόμη περισσότερο ο William Eggleston: «... και προφανώς οι εικόνες του Μέμφις δεν ήταν απομιμήσεις του Evans, αλλά παίρνοντας παράδειγμα από το θάρρος του, χρησιμοποίησε το μέσο για να αφήσει την ιδιοσυγκρασία του, την ανεπισημότητα και την ειλικρίνειά του να τον οδηγήσουν στην απόσταξη της δικής του ιδιωτικής πραγματικότητας».
Ήταν εξάλλου η εποχή που φωτορεπορτάζ, με εκθέσεις σχετικά με τον πόλεμο στο Βιετνάμ, τις φοιτητικές εξεγέρσεις και το επανδρωμένο διαστημικό ταξίδι και είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της πριν υποκύψει στην ανωτερότητα της τηλεόρασης ως μέσου αναφοράς. Ο Szarkowski θέλησε να απελευθερώσει το μέσο από τους περιοριστικούς κανόνες και τις συμβάσεις: «Η φωτογραφία είναι ένα μέσο για να δημιουργήσουμε εικόνες. Φαίνεται ότι οι καλύτεροι φωτογράφοι σήμερα είναι γεμάτοι από αυτοπεποίθηση. Έχουν μάθει ότι η τέχνη της φωτογραφίας δεν είναι τίποτα περισσότερο (ή λιγότερο) από ό, τι κάνει μία φωτογραφία υπέροχη». Φυσικά, η δήλωση αυτή μπορεί επίσης να ερμηνευθεί ως κριτική της έννοιας της φωτογραφίας που ήταν ακόμη ευρέως διαδεδομένη εκείνη την εποχή, μια έννοια που αντανακλάται στο έργο αυτών που όντας σε διαρκή αγώνα για τεχνική τελειότητα άσκησαν μία άτυπη τυραννία στην σχεδόν αυτόνομη τέχνη της φωτογραφίας. Σοβαροί φωτογράφοι εφάρμοζαν τους κανόνες τους στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, αν μη τι άλλο επειδή θέλησαν να διαφοροποιηθούν από την αυξανόμενη χρήση της έγχρωμης φωτογραφίας, τόσο σε συναφείς τομείς, όπως η δημοσιογραφία ή διαφήμιση, όσο και στην ιδιωτική σφαίρα της ερασιτεχνικής φωτογραφίας. Συμφώνησαν με τον Walker Evans, όταν είπε ότι το χρώμα στη φωτογραφία είναι «χυδαίο», αλλά παράβλεψαν το γεγονός ότι ήταν ακριβώς η έγχρωμη φωτογραφία το ιδανικό μέσο για την απεικόνιση των χυδαίων θεμάτων.
Κλείνοντας, καλό θα ήταν να δούμε τις φωτογραφίες του Eggleston σαν ένα ψυχογράφημα της αμερικανικής καθημερινότητας, ειδικότερα της αμερικανικής μεσαίας αστικής τάξης. Η αλληλεπίδραση του χρώματος, της μορφή και του περιεχομένου δίνουν σε εντελώς φυσιολογικά πράγματα ή καταστάσεις ένα επιπλέον επίπεδο νοήματος, μετατρέποντάς τες σε οπτικές μεταφορές ενός αλλοτριωμένου κόσμου. Σίγουρα η θεματολογία του έρχεται σε δεύτερη μοίρα, αφού και ο ίδιος έχει δηλώσει πως δεν τον ενδιαφέρει οι εικόνες του να έχουν κάποιο συγκεκριμένο νόημα ή κάποια σημασία γιατί όπως αναφέρει και ο ίδιος
«μια εικόνα είναι ό,τι είναι… δεν θα είχε κανένα νόημα να τις εξηγήσω. Είναι σα να τις μειώνω. Ποτέ δεν πίστευα ότι οι τίτλοι στις φωτογραφίες βοηθάνε. Αντιθέτως μπορεί να είναι ενοχλητικές και να παραπλανούνε με πολλούς τρόπους. (…) Οι περισσότεροι άνθρωποι (…) θέλουν κάτι προφανές. Είμαι σε πόλεμο με το προφανές».