συνέντευξη με τον Αβραάμ Παυλίδη
Ο Αβραάμ Παυλίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1950. Το 1957 η οικογένειά του μετακόμισε στο χωριό Γάζωρος Σερρών, όπου ο πατέρας του δούλευε ως εκτιμητής καπνού, έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Σπούδασε Διακόσμηση και εργάστηκε σε γραφείο αρχιτεκτονικών μελετών, ενώ παράλληλα άρχισε να τον ενδιαφέρει η ζωγραφική και να ταξιδεύει στην Ελλάδα. Άρχισε να φωτογραφίζει το 1990, πρώτα εξωτερικούς χώρους και από το 1995-96 επικεντρώνεται στην αναπαράσταση εσωτερικών χώρων. Έχει παρουσιάσει το έργο του μέσω ατομικών και ομαδικών εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχουν εκδοθεί δύο λευκώματα με τη φωτογραφική του δουλειά, «Εστίες παράδοσης» (2004) και «Το τελευταίο βλέμμα» (2010), ενώ ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει το τρίτο, κατά σειρά, φωτογραφικό του λεύκωμα. Πολύ ευγενικός και προσιτός σαν άνθρωπος, δέχτηκε να μας παραχωρήσει συνέντευξη, στα πλαίσια της επικείμενης επίσκεψής του στη Λάρισα και στη Φωτογραφική Ομάδα F+.
Τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 ξεκινήσατε να φωτογραφίζετε «χώρους της παράδοσης» και από το υλικό αυτό προέκυψε το 2004 και το πρώτο σας φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο «Εστίες παράδοσης». Θέλετε να μας πείτε κάτι για αυτό;
Όλοι γυρίζουμε στα παιδικά μας χρόνια. Ο πατέρας μου είχε ένα παλιό καφενέ στο Γάζωρο Σερρών, ενώ παράλληλα ήταν και εκτιμητής καπνού. Για χρόνια με έπαιρνε μαζί του σε χωριά της Δράμας, της Καβάλας και των Σερρών, όπου γίνονταν οι αγοραπωλησίες των καπνών (τέλη δεκαετίας ‘50 – αρχές ’60). Στη παιδική μου μνήμη χαράχτηκαν τα ταπεινά σπίτια, μαγαζιά και καφενεία που έβλεπα στα διάφορα χωριά που πηγαίναμε. Αυτές οι εικόνες ήταν τα πρώτα μου βιώματα. Μετά το στρατό (1975) αρχίζουν τα πρώτα μου ταξίδια. Είχα φωτογραφική μηχανή, αλλά δεν έδινα και πολλή σημασία. Το 1990 άρχισα να φωτογραφίζω χώρους πρώτα απ’ έξω και στη συνέχεια (1995-1996) να επικεντρώνομαι στους εσωτερικούς χώρους. Μέχρι να βρω τη δική μου γραφή πέρασαν 5-6 χρόνια. Το «Εστίες Παράδοσης» το δούλεψα περίπου 13 χρόνια, ώσπου το 2003 με κάλεσαν στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, που είδαν τη δουλειά μου. Το 2004 έγινε ατομική έκθεση, η οποία συνοδεύτηκε από ομότιτλο λεύκωμα.
Έπειτα φωτογραφίζετε κυρίως εγκαταλελειμμένους εσωτερικούς χώρους στην Ελλάδα. Το 2010 εκδόθηκε το δεύτερο προσωπικό σας λεύκωμα με τίτλο «Το τελευταίο βλέμμα». Μιλήστε μας για αυτό;
«Το τελευταίο βλέμμα» είναι πιο ολοκληρωμένο σαν δουλειά και αποτελεί συνέχεια από το «Εστίες Παράδοσης». Οι χώροι αυτοί έχουν ιδιαίτερο φορτίο γιατί έχουν βιωθεί για πολλές δεκαετίες από τους ενοίκους τους, που μετά το θάνατό τους αρχίζει και ο χρόνος να προσθέτει τα δικά του ίχνη. Σε πολλές περιπτώσεις θυμίζουν μία παρακμιακή νεκρή φύση. Στοιχειώνουν μετά το τέλος τους και αφήνονται στην πράξη της φωτογράφισης χωρίς άμυνες.
Οι χώροι αυτοί, λειτουργούν ως σύμβολα; Τι θέλετε να καταδείξετε μέσα από τις φωτογραφίες σας και τι σας έλκει σε αυτό το θέμα;
Όλοι αυτοί οι χώροι είναι μία μικρή ψηφίδα στη νεώτερη ιστορία μας (λαϊκή αρχιτεκτονική παράδοση). Είναι σαν ένα μνημόσυνο στους προγόνους μας, στους ανώνυμους μάστορες που σμίλευσαν το εσωτερικό πρόσωπο μιας Ελλάδας που χάθηκε.
Παρατηρούμε ότι φωτογραφίζετε κυρίως το εσωτερικό αυτών των χώρων. Όχι το εξωτερικό, το περίβλημα. Γιατί;
Τα τελευταία χρόνια όλος ο κόσμος βλέπει το περίβλημα, το διαρκώς νέο, το ωραίο… Δεν με ενδιαφέρει το περίβλημα, αλλά η ψυχή των πραγμάτων. Ακόμα και τα ΜΜΕ προβάλουν το ωραίο και όχι το γεγονός πως όλα κάποτε τελειώνουν και αρχίζει μία άλλη ιστορία. Προσπαθώ να φωτογραφίσω μετά το τέλος.
Η επιλογή των χώρων που έχετε φωτογραφίσει (σχολεία, εργοστάσια, νοσοκομεία, φυλακές, στρατόπεδα, κλπ) με ποιο κριτήριο έγινε;
Ένα από τα κριτήρια της επιλογής μου είναι η εμμονή μου πάνω στους εσωτερικούς χώρους, καθώς και το γεγονός της οικονομικής κρίσης και της εκβιομηχάνισης, που σαφώς επηρέασαν τις επιλογές μου. Από πιο νωρίς όμως είχα κάνει 3-4 ιστορικά εργοστάσια, όπως το Fix στη Θεσσαλονίκη, κάτι μεταξουργεία στο Σουφλί και στη Γουμένισσα. Αρχές του 2010 στο ξεκίνημα της κρίσης κάναμε μία συζήτηση με τον Ηρακλή Παπαϊωάννου και στο τέλος μου λέει: «Εσύ δεν πρόκειται να βγεις από το θέμα των εσωτερικών χώρων» και με συμβούλεψε να ασχοληθώ με τους μεγάλους μαζικούς χώρους, οπότε και ασχολήθηκα πιο θερμά μ’ αυτή την ιστορία. Στα 5 αυτά χρόνια φωτογράφισα περίπου 220 μεγάλους χώρους, σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Αρκετά εργοστάσια ή άλλοι παρόμοιοι χώροι ήταν βέβαια εγκαταλελειμμένα αρκετά χρόνια πριν, κάτι που ήταν μία προαναγγελία της οικονομικής κρίσης.
Πόσο εύκολη είναι η διαδικασία φωτογράφισης τέτοιων χώρων, δεδομένου του ότι για να επιτραπεί η είσοδος σε τέτοιους χώρους, πολλές φορές χρειάζεται ειδική άδεια από τους αρμόδιους φορείς.
Ήταν και δύσκολη και αρκετά επικίνδυνη. Υπάρχουν περιπτώσεις που χρειάστηκε ειδική άδεια, αλλά το ποσοστό αυτό ήταν μικρό. Στα περισσότερα θέματα βοήθησαν φίλοι που έκανα τα τελευταία 25 χρόνια σε όλη την Ελλάδα και οι οποίοι με συντρόφευαν στις φωτογραφήσεις αυτών των χώρων.
Υπάρχει κάποιος χώρος που δεν έχετε φωτογραφίσει και θα θέλατε πολύ;
Δεν ξέρω ακριβώς. Θέλεις η περιέργεια το να δω νέες εικόνες; Η μαγεία είναι το άγνωστο, το αναπάντεχο.
Έχετε ταυτιστεί με κάποιο χώρο? Αν ναι γιατί?
Σχεδόν με όλους, προσπαθώντας πρώτα, έστω και λίγο, να νιώσω το χώρο, να τον κατακτήσω και ύστερα αρχίζω να τον φωτογραφίζω. Στη διάρκεια αυτών των πολύωρων φωτογραφίσεων δουλεύουν όλες μου οι αισθήσεις.
Έχετε ασχοληθεί ποτέ με άλλο είδος φωτογράφισης και άλλη θεματική;
Όχι, γιατί πιστεύω πως πρέπει να υπάρχει στόχος, μία πορεία στο χρόνο για να ολοκληρωθεί ένα έργο. Η πορεία αυτή μπορεί αβίαστα στο τέλος να μας οδηγήσει σε κάτι νέο.
Από τότε που ξεκινήσατε να φωτογραφίζετε, η τεχνολογία έχει εξελιχτεί. Ωστόσο εσείς ακόμη και σήμερα επιμένετε στο φιλμ. Εξηγήστε μας αυτή σας την προτίμηση.
Η φωτογραφική μηχανή είναι ένα εργαλείο. Από εμάς εξαρτάται τι θα πούμε. Ο καθένας μας βγάζει αυτό που έχει μέσα του. Σε οτιδήποτε κάνουμε, πρέπει να είμαστε αληθινοί.
Επηρεαστήκατε από κάποιον φωτογράφο στην εξελικτική σας πορεία, που πιστεύετε ότι βοήθησε στη διαμόρφωση του προσωπικού σας στυλ;
Όχι, γιατί πέρασα από τη ζωγραφική στη φωτογραφία. Εκ των υστέρων είδα αξιόλογα έργα Ελλήνων και κυρίως ξένων φωτογράφων, που έκαναν δουλειές παρόμοιες με τη δική μου και των οποίων το έργο μακάρι να γνώριζα από πριν.
Η οικονομική κρίση τα τελευταία χρόνια πιστεύετε ότι έχει επηρεάσει δημιουργικά το είδος της φωτογραφίας που κάνετε;
Ήταν η αιτία να κάνω νέες εικόνες με εντελώς διαφορετική ανάγνωση, απρόβλεπτες και σε πολλές περιπτώσεις πολύ πιο σκληρές.
Πως θα σχολιάζατε τη θέση της φωτογραφίας σήμερα και ειδικά την θέση της στην Ελλάδα.
Οι τίμιες και καλές δουλειές είναι πάντα λίγες. Σχεδόν φωτογραφίζουμε με τα μάτια των «ξένων». Επικρατεί επίδειξη και η άποψη να βγάλουμε φωτογραφίες για να γίνει μία έκθεση. Είναι λάθος. Η τέχνη είναι – αν το θες – και παιχνίδι. Αν προκύψει και μία έκθεση, έχει καλώς.
Εκτός από τη φωτογραφία, ασχολείστε και με τη ζωγραφική. Θα θέλατε να μας μιλήσετε γι’ αυτό;
«Ζωγραφίζω από μικρός», όπως λέει και ο πολύς ο κόσμος. Όχι κάτι αξιόλογο, αλλά με βοήθησε πολύ στο πέρασμά μου στη φωτογραφία. Έχω δει πάρα πολλές εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας από πολλούς σημαντικούς Έλληνες και ξένου καλλιτέχνες. Επίσης, είχα την τύχη να γνωρίσω προσωπικά τον Γιάννη Τσαρούχη στο Άγιο Όρος. Όλα αυτά με επηρέασαν, έστω και υποσυνείδητα, σε αυτή την μοναχική πορεία. Υπάρχουν περιπτώσεις που η ζωγραφική και οι φωτογραφίες μου είναι συγκοινωνούντα δοχεία.
Γνωρίζουμε ότι ετοιμάζετε καινούργιο βιβλίο. Πείτε μας δυο λόγια για την καινούργια έκδοση.
Αυτή η δουλειά δεν έχει εκτεθεί ακόμη, αλλά ήδη έχω καλά σχόλια. Πέρυσι παρουσιάστηκε σε δύο συνέδρια, στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Βόλου και στο Μουσείο Μπενάκη, και φέτος στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Εισηγήθηκε ο Ηρακλής Παπαϊωάννου με ταυτόχρονη προβολή φωτογραφιών. Η δουλειά αυτή πηγάζει από ένα βαθύ βίωμα. Εύχομαι ένα μικρό μέρος αυτών που ένιωσα να αποτυπωθεί και στο βιβλίο. Βέβαια ο χρόνος θα δείξει αν άξιζε τον κόπο. Το λεύκωμα θα ονομάζεται «Νέα Ερείπια».
Κλείνοντας, τι είναι η φωτογραφία για εσάς;
Ήταν μία αφορμή για να δω χώρους λησμονημένους, που δεν φιλοτεχνούν την εικόνα τους και που έχουν φορτίο μνήμης. Όταν φωτογραφίζω ξεχνιέμαι, βρίσκομαι αλλού… Η Φωτογραφία, το Ταξίδι και οι Άνθρωποι που έχω γνωρίσει, έχουν γίνει για μένα τρόπος ζωής.
«Αναμφίβολα, το πνεύμα του έργου του ανακαλεί τις κλασικές φωτογραφικές αφηγήσεις των αρχών του 20ου αιώνα, όπως αυτές των Eugéne Atget και August Sander, που οικοδομήθηκαν σε βάθος δεκαετιών μέσα από συνεπείς εμμονές, σκιαγραφώντας κοινωνικά χαρακτηριστικά με τη βοήθεια ενός μεγάλου σώματος φωτογραφιών που προσκαλεί τη σύγκριση και την αναγωγή. Παράλληλα, κάθε φωτογραφία ενεργοποιεί μια προσωπική αφήγηση αποκτώντας, όταν είναι διαθέσιμη η συνδρομή του προφορικού λόγου, ανεξίτηλη βιωματική σφραγίδα. Το έργο του συμπορεύεται με την ευδιάκριτη τάση της σύγχρονης φωτογραφίας να εικονίζει χώρους, εξωτερικούς ή εσωτερικούς, απουσία ανθρώπων. Η τάση αυτή αντανακλά τη σύγχρονη κοινωνική συνθήκη σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος καταναλώνει εξουθενωτικά την ατομικότητά του, αποκομμένος από ερείσματα συλλογικότητας. Η περίπτωση του Παυλίδη, όμως, διαφέρει: η ανθρώπινη απουσία δεν διερμηνεύει εδώ μια συγκυριακή ψυχολογική συνθήκη· παραπέμπει σε μια αρχέγονη νομοτέλεια, στο νήμα μιας συνέχειας που διακόπηκε. (…) Οι φωτογραφίες του Παυλίδη υποδεικνύουν την ερημοποίηση της μέσα Ελλάδας. Η έσχατη αλήθεια αυτών των φωτογραφιών και των ξεκουρδισμένων μικρόκοσμων που αποτυπώνουν είναι ίσως τελικά η κατάρρευση κάθε συνεκτικού λόγου ενώπιον του θανάτου. Είναι το σημείο καμπής όπου η ορθή λογική του κυρίαρχου σύγχρονου πολιτισμού σιωπά και ρίχνει γέφυρες στην ελλειπτική λογική της παράδοσης που δεν εξηγεί αλλά εξοικειώνει, αγκαλιάζοντας μαζί φως και σκοτάδι. Καθώς μάλιστα, οι χώροι αυτοί αργά ή γρήγορα θα γκρεμιστούν, θα ανακαινιστούν ή θα μένουν αόριστα σφραγισμένοι, το βλέμμα του Αβραάμ Παυλίδη είναι συχνά το τελευταίο που χαϊδεύει, με επιμελώς κρυμμένη στοργή, αυτά τα ανθρώπινα κατάλοιπα, ψηλαφώντας το κενό ανάμεσα σε μια ζωή και στα πράγματα που στοιχειώνουν μετά το τέλος της.»
Ηρακλής Παπαϊωάννου, «Μετά το τέλος». *1
Το νέο φωτογραφικό λεύκωμα του Αβραάμ Παυλίδη με τίτλο «Νέα Ερείπια» - με εισαγωγή Ηρακλή Παπαϊωάννου - αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στους επόμενους μήνες.
Ευχαριστούμε τον κ. Αβραάμ Παυλίδη για τη συνέντευξη που μας παραχώρησε.
*1 μέρος της εισαγωγής του κ. Ηρακλή Παπαϊωάννου στο λεύκωμα του Αβραάμ Παυλίδη, Το τελευταίο βλέμμα (2010), Θεσσαλονίκη: Ευρόδι.