η ακούσια διαίρεση του συνειδέναι
Ήταν περασμένες έντεκα όταν κοίταξες το ρολόι σου. Πόση ώρα οδηγούσες, μία; Δύο; Άγνωστο. Το νοσοκομείο έμοιαζε να απομακρύνεται ή ο χρόνος να παίζει παιχνίδια με το μυαλό σου. Σου τηλεφώνησαν πως ο πατέρας σου τελικά κατέληξε και ένιωσες την ανάγκη να τον επισκεφτείς πριν τον βάλουν στο νεκροτομείο. Έξω από το παράθυρο όλα έμοιαζαν με ταινία του Τζόρνταν Μπέλσον. Οι εικόνες εναλλάσσονταν με εκπληκτική ταχύτητα και συγχέονταν με στιγμές από το παρελθόν, και μαζί με τα πολύχρωμα φώτα δημιουργούσαν μια πραγματικότητα ίσως περισσότερο πραγματική από αυτή που συνήθιζες να αντιλαμβάνεσαι.
Ο καταιγισμός εικόνων και χρωμάτων συνεχίστηκε καθώς η πόρτα του αυτοκινήτου έκλεινε πίσω σου και τα γοργά σου βήματα άφηναν ένα ελαφρύ αεράκι να χορεύει τη σκόνη του δρόμου. Τα φώτα της πόλης έδωσαν τη θέση τους στα φώτα του διαδρόμου. Η παλέτα περιορίστηκε στο ψυχρό εύρος και οι φόρμες έγιναν πιο γραμμικές, πιο αυστηρές, σα να σε προετοίμαζαν για το τέλος της ταινίας. Οι διευκρινήσεις της νοσοκόμας πέρασαν σε δεύτερη μοίρα και η ένταση των σκηνών συνέχισε να μεγαλώνει. Η τελευταία σκηνή όμως ήταν πολύ διαφορετική από αυτό που περίμενες. Πάνω στο κρεβάτι με το λευκό σεντόνι, βρισκόταν ένα κορμί. Πλησιάζοντας περισσότερο άρχισες να γίνεσαι καχύποπτος. Η καχυποψία σου επιβεβαιώθηκε όταν βρέθηκες από πάνω. Είχες προετοιμαστεί από καιρό για τη στιγμή αυτή και τα συναισθήματά σου ήταν ελεγχόμενα αλλά κανείς δεν σε είχε προετοιμάσει γιαυτό που θα έβλεπες.
Η εικόνα του πατέρα σου, την προχθεσινή μέρα που τον είδες, δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή, κι ας ήταν το ίδιο πρόσωπο. Ήσουν σίγουρος πως κοίταζες κάποιον άλλο, για την ακρίβεια πως κοίταζες κάτι άλλο, που ελάχιστα θύμιζε άνθρωπο κι ας έμοιαζε. Κι εκεί, δίπλα στο κρεβάτι, υπήρχε κάτι που σου απάλυνε την ταραχή. Μια φωτογραφία του πατέρα σου, ένα πορτραίτο που εσύ ο ίδιος είχες βγάλει πριν λίγους μήνες. Γελαστός, γεμάτος ζωή. Γεμάτος ζωή. Αυτό που έλειπε από το πρόσωπο που κοιτούσες πάνω στο κρεβάτι ήταν κάτι πολύ ισχυρό. Η ζωή που λίγες στιγμές πριν υπήρχε στο μυαλό σου, σαν μια έννοια πολύπλοκη, απροσδιόριστη, που μόνο εκ του αποτελέσματος μπορούσες να την προσεγγίσεις, τώρα αποκτούσε άλλη διάσταση. Ο άνθρωπος στη φωτογραφία ήταν ζωντανός και ήσουν πλέον σίγουρος γι' αυτό γιατί το μέτρο σύγκρισης ήταν μπροστά σου. Η φωτογραφία είχε κρατήσει μέσα της, πάνω της, κάπου, ένα μικρό κομμάτι της συνείδησης του, αυτής της αόριστης αλλά τόσο σημαντικής διαφοράς των ζωντανών οργανισμών από τα άψυχα αντικείμενα. Η φωτογραφία μετέφερε ζωή. Όχι μόνο μνήμες όπως πίστευες μέχρι πριν λίγο, αλλά ζωή. Σαν ένα δοχείο που μέσα του μπορούσες να διαφυλάξεις ένα απειροελάχιστο κομμάτι της ψυχής ή αν θέλεις της ουσίας ενός όντος.
Πήρες τη φωτογραφία, την έβαλες στην τσέπη του παλτού σου, και βγήκες από το δωμάτιο. Οι φόρμες του διαδρόμου έμοιαζαν τώρα λιγότερο αυστηρές. Ήσουν πλέον σίγουρος πως πήρες τον πατέρα σου μαζί σου, τουλάχιστον ένα μικρό μέρος της συνείδησής του. Η Φωτογραφία ήταν κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που φανταζόσουν αλλά αυτό θα το ανακαλύψεις αργότερα.