στον μπεζ τοίχο του σαλονιού, με ξύλινη καφέ κορνίζα για να ταιριάζει με τις κουρτίνες της γιαγιάς
«Ήταν πράγματι πολύ μπροστά από την εποχή της» είπε ένας κύριος δίπλα σου. Γύρισες και τον κοίταξες, αλλά αυτός είχε ενθουσιαστεί τόσο πολύ με τις φωτογραφίες της Κάμερον, που δεν πήρε είδηση πως το ερευνητικό σου βλέμμα τον σάρωνε έντονα. Ξανακοίταξες τις κρεμασμένες φωτογραφίες και κάτι μέσα σου σε παρότρυνε να συμφωνήσεις με την άποψη του ψηλόλιγνου κυρίου, που μαγεμένος συνέχιζε να παρατηρεί τα παράξενα γοητευτικά πρόσωπα στον τοίχο.
«Πολύ μπροστά από την εποχή της» σκέφτηκες... Τι θα πει αυτό δηλαδή; Ποια θα είναι η εποχή που δεν θα θεωρείται πια «μπροστάρισα»; Και ποια είναι αυτή η ειδοποιός διαφορά που οδηγεί πλήθος ανθρώπων διαφορετικών εποχών και κουλτούρας, να ξεχωρίζουν και να βαφτίζουν κάποιους δημιουργούς «μπροστάριδες»; Μήπως η διαχρονικότητα; Η εποχή που αυτοί οι δημιουργοί δεν θα είναι πια «μπροστάριδες», άραγε θα έρθει ποτέ;
«Μου αρέσουν πολύ οι φωτογραφίες της» ψέλλισες, απευθυνόμενος στον σχεδόν υπνωτισμένο κύριο. Δεν σε άκουσε. Ευτυχώς γιατί κάτι σε έκανε να νιώσεις άβολα. «Τι θα πει μου αρέσουν» ξανασκέφτηκες; Η ταραχή σου ήταν η αρχή μιας αποκάλυψης. Χρησιμοποίησες το απλούστερο και το πιο κοινό «εργαλείο» που διαθέτεις, το γούστο σου, για να δηλώσεις τη συγκίνηση που σου προκαλούν τα έργα που εκτίθενται μπροστά σου, τα οποία παράλληλα συμφωνούσες πως είναι διαχρονικά. Παράδοξο δεν είναι; Η αντίληψη που έχεις για αισθητικά ζητήματα ή θέματα σχετικά με το ωραίο πως θα μπορούσε να σε βοηθήσει να καταλάβεις την πεμπτουσία της Τέχνης, την Αυθεντικότητα άρα τη Διαχρονικότητα; Αφού το γούστο συμβαδίζει με τις εποχές, είναι προϊόν μόδας και τάσεων που δεν ορίζεις εσύ, παρά μόνο ακολουθείς, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνεις τις περισσότερες φορές. Σου διαφεύγει πως συμμορφώνεσαι εύκολα με την "κοινή γνώμη" και αποφασίζεις εξίσου εύκολα για το τι σου αρέσει και τι όχι, αγνοώντας πως πολλές φορές το κάνεις παθητικά. Δεν μπορείς όμως να αρνηθείς πως άλλο ήταν το γούστο της μαμάς σου, άλλο της γιαγιάς σου, άλλο το δικό σου και προφανώς άλλο θα είναι των παιδιών σου. Πώς είναι δυνατό ένα πεπερασμένο «εργαλείο» κριτικής, να χρησιμοποιείται ελαφρά τη καρδία για να δηλώσει την αποδοχή ή την απόρριψη ενός έργου Τέχνης;
«Κάτι σας βασανίζει» είπε ο κύριος δίπλα σου διακόπτοντας τις σκέψεις σου. Είχε ξεκολλήσει το βλέμμα του από τα πρόσωπα του τοίχου και επιτέλους το έστρεψε σε σένα.
«Σας βλέπω πολύ σκεπτικό. Μάλλον θα έχετε εντυπωσιαστεί κι εσείς όπως κι εγώ από της όμορφες φωτογραφίες της Κάμερον. Μου αρέσουν πολύ όλες τους.»
«Όμορφες φωτογραφίες. Μα τι θα πει όμορφες φωτογραφίες;» απάντησες κάπως ενοχλημένος. «Καταλαβαίνω πόσο εύκολα χτυπά ο συναγερμός της «αισθητικής αστυνομίας» στο μυαλό μας, αλλά θαρρώ πως είναι κρίμα για εμας τους ίδιους πρωτίστως, να κρίνουμε και να αποφασίζουμε για ένα έργο Τέχνης με ένα τόσο απλοϊκό κριτήριο, δεν συμφωνείτε;»
«Mα τι λέτε;» ακούστηκε μια τσιριχτή φωνή από την άλλη μεριά. «Αν δεν μου αρέσει μια φωτογραφία πώς θα την κρεμάσω στον τοίχο του σαλονιού μου;» ρώτησε η γηραιά κυρία με το ρακούν τυλιγμένο στο λαιμό της.
Δεν απάντησες παρά της χαμογέλασες ελαφρά. Το ίδιο φάνηκε να κάνει και ο ψηλόλιγνος κύριος δίπλα σου.
Σιωπηλή συμφωνία κυρίων.