ανομολόγητοι σκοποί
Είναι απόγευμα, καλοκαίρι, λίγο πριν το σούρουπο. Βρίσκεσαι καθισμένος σε ένα παγκάκι στο πάρκο. Η μηχανή μέσα στην τσάντα. Δεν βγαίνει καιρό τώρα. Αρνείται. Κάποτε έβγαινε πρώτη από το σπίτι σέρνοντας κι εσένα ξωπίσω της, σαν τον σκύλο που τραβώντας το λουρί με μανία αλωνίζει τους δρόμους και τα πάρκα σέρνοντας μαζί και το «αφεντικό» του. Τα πράγματα άλλαξαν. Τώρα δεν θέλει να βγαίνει, τουλάχιστον όχι χωρίς λόγο. Έγινε πιο προσεχτική, πιο παρατηρητική και λιγότερο φλύαρη, μαζί της κι εσύ. Δεν είναι κακό αυτό τώρα που το καλοσκέφτεσαι. Αρκετά με τον υπερκορεσμό για τον υπερκορεσμό.
Κάθεσαι λοιπόν και χαζεύεις πότε τους περαστικούς που σουλατσάρουν με τα παιδιά ή τα σκυλιά τους, πότε τα φυλλώματα των δέντρων που χορεύουν στο ελαφρύ αεράκι, τον ουρανό με τα σύννεφα να παλεύουν για μια καλή θέση ή τον δρόμο με τα αυτοκίνητα που συνωστίζονται στα φανάρια. Τίποτα όμως δεν λέει να σε κάνει να βγάλεις τη μηχανή σου από την τσάντα. Όλα είναι λες και φτιάχτηκαν μόνο για παρατήρηση, λες και αρνούνται πεισματικά την τεκμηρίωση. Και ποιος είσαι εσύ άλλωστε που πιστεύεις πως θα τεκμηριώσεις την ύπαρξή τους; Από την άλλη όμως πως εξηγείται αυτό; Εσύ που δεν άφηνες τίποτα να περάσει χωρίς να το απαθανατίσεις πως κατάντησες έτσι; Τίποτα; Ούτε ένα ερέθισμα ικανό να σε τραντάξει; Ούτε ένας τόσος δα λόγος να σε κάνει να πάρεις έστω και μια φωτογραφία; Τόση απαξίωση πια; Να το εννοούσε άραγε ο Ροτσένκο όταν έλεγε πως ακόμα κι αν τον έκλειναν σε κελί, θα έβρισκε λόγους να φωτογραφίσει; Μωρέ χαρά στο κουράγιο του.
Ξαφνικά ένα δυνατό αεράκι άρχισε να φυσά. Ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα και ένα βουητό ακούστηκε από μακριά.
"Θα βρέξει" σκέφτηκες κι έκανες να σηκωθείς. Η πρώτη σταγόνα σε βρήκε στον ώμο, η δεύτερη στο κεφάλι και όλες οι άλλες ακολούθησαν γρήγορα με τυφλά χτυπήματα. Μάζεψες την τσάντα απ’ το παγκάκι και έκανες να φύγεις, καθώς το πάρκο γέμισε από αλαφιασμένους δρομείς, κινούμενους προς διάφορες κατευθύνσεις. Πάνω στην αντάρα πρόσεξες μια γυναίκα να στέκεται ακίνητη, χωρίς καμία πρόθεση να φυλαχτεί από τη βροχή, με το πρόσωπο της στραμμένο στον ουρανό. Ήταν σα να το απολάμβανε. Σα να εισακούστηκε μια προσευχή της ή σα να πραγματοποιήθηκε μια επιθυμία της κι εκείνη ανταπέδιδε. Το ερέθισμα ήταν πιο έντονο απ’ όσο πίστεψες και η αυτόματη κίνηση του χεριού που χώθηκε μέσα στην τσάντα και τράβηξε τη μηχανή έξω ήταν επιτέλους πραγματικότητα!
"Πω πω ρίχνει για τα καλά" είπες φέρνοντας την τσάντα πάνω απ' το κεφάλι καθώς άρχισες να τρέχεις προς το κοντινότερο υπόστεγο. Ευτυχώς ήταν η στάση του λεωφορείου που παίρνεις για το σπίτι κι έτσι χαλάρωσες. Δεν άργησε. Για την ακρίβεια έφτασε την πιο κατάλληλη στιγμή, πάνω που πήγες να σκεφτείς πως καθυστερεί λιγάκι. Είδες που βιάζεσαι; Πόσο σημαντική αρετή είναι η υπομονή.
Κάθισες σε μια θέση και με ευχάριστη διάθεση ξανασκέφτηκες αυτά που συνέβησαν στο πάρκο και φυσικά το πολύ γρήγορο περιστατικό με τη γυναίκα της βροχής. Γρήγορα και χωρίς δυσκολία, λες και ήσουν πρωταθλητής σε αυτό, δημιούργησες στο μυαλό σου τη σκεπτομορφή του συμβάντος. Μια όμορφη γυναίκα στη μέση του πάρκου, με το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό και τις σταγόνες να πέφτουν αργά στο έδαφος καθώς τα κλαδιά των γύρω δέντρων πήγαιναν πότε από δώ, πότε από κει. Όλα ταίριαζαν απόλυτα. Έβγαλες με λαχτάρα τη μηχανή από την τσάντα και βάλθηκες να επιβεβαιώσεις την επιτυχία σου. Είχες πάρει όχι μια, αλλά δύο εικόνες. Ούτε θυμάσαι πως αλλά τι σημασία έχει. Με την εμφάνιση της πρώτης εικόνας στην οθόνη όμως, μια ελαφριά απογοήτευση σε προσέγγισε. Μια γυναίκα στη μέση του πάρκου, με τα κλαδιά των δέντρων στραμμένα προς την ίδια κατεύθυνση, μέσα σε γκρίζα, υγρή ατμόσφαιρα. Προχώρησες με τρεμάμενα χέρια στην επόμενη αλλά η απογοήτευση ήρθε και κατσικώθηκε δίπλα σου. Δεν ήταν το γεγονός πως δεν σου έλεγε κάτι αυτό που έβλεπες. Τα κάδρα ήταν ακαδημαϊκά σωστά, με σωστές αναλογίες όγκων, με ατμοσφαιρικότητα και με ένα καλό θέμα. Αλλά κάτι έλειπε. Η μορφή των δύο εικόνων σου ήταν ενδιαφέρουσα αλλά ήσουν σίγουρος πως αλλιώς ήταν τα πράγματα τη στιγμή που συνέβαιναν. Η αποτυπωμένη μορφή των εικόνων, δεν είχε και πολύ σχέση με την ρέουσα σκεπτομορφή που συνέχιζε να αιωρείται έντονα στο μυαλό σου. Οι δύο εικόνες στην οθόνη της μηχανής σου απεικόνιζαν κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Κάτι που υπολείπονταν της πραγματικότητας όπως τη θυμόσουν.
Επιχείρησες ένα γρήγορο flashback μήπως και εντοπίσεις το λάθος. Η ροή των γεγονότων ήταν μέχρι ενός σημείου υπέρ σου, λες και το σύμπαν λειτουργούσε αποκλειστικά για σένα. Καθώς βρισκόσουν στο παγκάκι άρχισε να σχηματοποιείται μέσα από το χάος, μια ιδανική κατάσταση για έναν και μόνο παρατηρητή. Εσένα. Στην αρχή συγχρονίστηκες με αυτήν, έγινες μέρος της, άπλωσες το χέρι να πιάσεις το δώρο σου. Κάτι μεσολάβησε όμως και η επαφή σου μαζί της διεκόπηκε. Ήταν η στιγμή που έχωσες με μανία το χέρι στην τσάντα. Τότε ο σύνδεσμος έσπασε, ο ομφάλιος λώρος κόπηκε. Χωρίς να συνειδητοποιήσεις πως είχες μείνει μόνος, πίστεψες πως θα κατάφερνες να πάρεις τη στιγμή μαζί σου. Έκανες όμως λάθος. Η τιμωρία σου ήταν πως κατάλαβες πως έκανες λάθος και αυτή την τιμωρία τη βιώνεις τώρα. Κατάλαβες πως δεν έδωσες την απαραίτητη σημασία στην εμπειρία, θυσιάζοντας τη για την αποτύπωσή της. Και κέρδισες το νεκρό της αντίγραφο. Δυο αντίγραφα για την ακρίβεια. Άλλα δύο λάφυρα στην αξιολύπητη συλλογή σου.
Η σπανιότητα της καλλιτεχνικά σημαντικής φωτογραφίας ίσως έγκειται στην συνειδητοποίηση του νου για την αξία της παρατήρησης, τη σπουδαιότητα της εμπειρίας και τη βίωση αυτής χωρίς περαιτέρω ωφελιμιστικούς σκοπούς ή στόχους. Ειδάλλως η φωτογραφική πράξη παραμένει μάλλον μια σύμβαση φτηνής ανταλλαγής. Όταν όμως η συνειδητοποίηση της αξίας της εμπειρίας κορυφωθεί, η φωτογραφική πράξη μπορεί να πραγματοποιηθεί αυθόρμητα, χωρίς να παραβιάζει την εύθραυστη σχέση παρατηρητή-γεγονότος-εμπειρίας. Αντιθέτως, γίνεται το απαραίτητο εκφραστικό μέσο, από τπ οποίο απορρέει ο νεογέννητος κώδικας αυτής της τριπλής σχέσης, η σκεπτομορφή της, από το νου ξανά στον αισθητό κόσμο, ως αθάνατη πλέον ύπαρξη, ως σημαντική, ζωντανή φωτογραφία.