απ' το ισόγειο στο ρετιρέ
Οφείλεις να παραδεχτείς πως υπήρξες η αιτία διαμάχης, θέτοντας την έννοια της στιγμής όπως αυτή αποτυπώνεται στη φωτογραφική εικόνα, αντιμέτωπη με την ιδέα της μη-στιγμής, όπως αυτή “ορίστηκε” στο άρθρο «Στιγμές αδράνειας του απόλυτου μονάρχη». Ο αγώνας όμως μοιάζει παράλογος. Σα να προσπαθούν να παλέψουν δύο αθλητές μέσα σε έναν ουρανοξύστη, όντας ο ένας στο ισόγειο κι ο άλλος στον 120ο όροφο. Η αποτύπωση της στιγμής, ειδωμένη μέσα στο πλαίσιο της φωτογραφικής πράξης, είναι μια πολύ συγκεκριμένη μηχανιστική διαδικασία, που σε επίπεδο αντιληπτής πραγματικότητας μπορεί να προσεγγισθεί και να μελετηθεί ικανοποιητικά. Η μη-στιγμή όμως, ως σύλληψη του νου, δομημένη μέσα στο αφηρημένο πλαίσιο της σκέψης, με όρους δανεισμένους από διαφορετικούς χώρους, μεταφέρει τη μάχη από τον συγκεκριμένο αντιληπτό χώρο, σε έναν διευρυμένο και ασαφή χώρο παρατήρησης, στις παρυφές της τέχνης της Φωτογραφίας, ίσως στα σύνορα με τη φιλοσοφία.
Έτσι, με αυτή σου την πράξη, να θέσεις δηλαδή αντιμέτωπες δύο φαινομενικά ασύμβατες καταστάσεις, έβαλες περιορισμούς στην εξέλιξή τους, αφού στην προσπάθειά σου να τις κωδικοποιήσεις, έθεσες όρια τα οποία όσο διευρυμένα κι αν νομίζεις πως είναι, τις καθιστούν πεπερασμένες. Όμως, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο δρόμος που επέλεξες είναι ένας δρόμος περπατημένος και σίγουρα θα σε βγάλει κάπου. Από την εποχή του Ζήνωνα του Ελεάτη μέχρι τον Καντ και τον Χέγκελ, ο προσδιορισμός της ακινησίας ως αφηρημένη έννοια μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τη μελέτη της κίνησης ως νομοτελειακό χαρακτηριστικό του σύμπαντος. Όχι το αντίστροφο.
Σε επίπεδο Φωτογραφίας η διαδικασία δεν διαφέρει και πολύ. Ίσως να μπορέσεις να προσεγγίσεις τη μη-κίνηση παρατηρώντας τα απεικονιζόμενα στοιχεία της φωτογραφικής εικόνας, θυμούμενος πως φέρουν νομοτελειακά την κίνηση μέσα τους. Πρωτίστως όμως θα πρέπει να κατανοήσεις τι βλέπεις. Στην αντιληπτή πραγματικότητα η φωτογραφική μηχανή δεν ψεύδεται. Τεκμηριώνει την ύπαρξη του αντιληπτού. Αποτυπώνει αυτό που υπήρξε και πλέον δεν υπάρχει, είτε ως ζώσα ύπαρξη, είτε ως ύπαρξη σε συγκεκριμένο χωροχρονικό σημείο με συντεταγμένες.
Σε επίπεδο σκέψης όμως τα πράγματα διαφέρουν, αφού η φωτογραφική μηχανή μοιάζει να κάνει ακριβώς το αντίθετο. Μοιάζει να ψεύδεται. Η απατηλή ακινησία της φωτογραφικής εικόνας ή αλλιώς το πάγωμα της κίνησης των πραγμάτων, συγκρούεται με την κοινώς αποδεκτή αντίφαση που διέπει την κίνηση ως έννοια, μια αντίφαση σύμφωνα με την οποία κάθε σώμα βρίσκεται και ταυτόχρονα δεν βρίσκεται σε συγκεκριμένο σημείο του χώρου την ίδια δεδομένη στιγμή. Στη φιλοσοφία και στην επιστήμη ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα. Στη φωτογραφική εικόνα όμως φαίνεται να ισχύει μόνο το πρώτο.
Η παραδοχή αυτής της αντίφασης πάντως πρέπει να θεωρηθεί απαραίτητη. Χωρίς αυτή, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να περιοριστείς στην περιγραφή των αποτελεσμάτων της κίνησης, στην προσπάθειά σου να την εξηγήσεις. Από τη μια λοιπόν είσαι αναγκασμένος να αποδεχτείς αυτή την αντίφαση, και από την άλλη δεν πρέπει να αγνοήσεις πως αυτή η αντίφαση θα περιπλέξει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, αφού θα καταστήσει την έννοια της μη-στιγμής ακόμα πιο δυσνόητη. Γιατί η μη-στιγμή, μοιάζει με την απατηλή ακινησία σαν δύο σταγόνες νερό.
Μέσα σε χιλιάδες φωτογραφικές εικόνες που απεικονίζουν αυτή την απατηλή ακινησία, ελάχιστες κινούνται με αξιώσεις προς την κατεύθυνση της μη-στιγμής. Όμως η Φωτογραφία μπορεί να σου προσφέρει τη δυνατότητα παρατήρησης της ζωής από τον μυθικό Όλυμπο. Ένα δώρο που ενώ νιώθεις πως μπορείς να το λάβεις, δεν ξέρεις τον τρόπο. Ίσως γιατί αυτό το δώρο απαιτεί ως αντάλλαγμα την άρνηση της ίδιας σου της ύπαρξης ως πεπερασμένο ον, και την κατανόηση πως η φύση σου είναι άπειρη. Το θετικό είναι πως τον μηχανισμό αυτής της άρνησης τον διαθέτεις. Αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό σου. Μένει μόνο να περάσει από τη λανθάνουσα κατάσταση στην κανονικότητα. Τότε πιθανόν ν’ αρχίσεις να διακρίνεις τις πολυπόθητες μη-στιγμές, μετατρέποντας τη φωτογραφική πράξη σε προέκταση του εαυτού σου, και τη φωτογραφική μηχανή, από μια ψυχρή συσκευή, από ένα μέσο προσωπικής ικανοποίησης που ευκόλως αποκαλείται «έκφραση», σε μια κατάσταση που αποκτά νόημα και ύπαρξη σε σχέση με σένα, όπως εσύ αποκτάς νόημα και ύπαρξη σε σχέση με το όλον. Τότε θα αναγνωρίσεις στο φωτογραφικό σου έργο τον εαυτό σου και στον εαυτό σου το φωτογραφικό σου έργο. Εσύ το δημιουργείς και αυτό σε δημιουργεί. Τότε θα απαρνηθείς τη μοναξιά σου και θα καταφέρεις να αποτινάξεις την κατηγορία της μονομερούς «αλήθειας» από τη φωτογραφική μηχανή και εν προεκτάσει από τη φωτογραφική τέχνη που τόσο αγαπάς. Κι εκείνη θα σου ανταποδώσει οδηγώντας σε πέρα από τον ίδιο σου τον εαυτό, προς το άπειρο.
*Μη νομίζεις βέβαια πως μόνο η Φωτογραφία μπορεί να το κάνει αυτό το τελευταίο...