φέρτε μου μια μηχανή
Ποιος ξέρει τι ξόρκι έριξε στο ποτό μου ο άτιμος ο μπαρτέντερ. Τουλάχιστον μπορούσα ακόμα να περπατήσω, κι έτσι πήρα το δρόμο για το σπίτι, αφήνοντας το μικρό μπαράκι της οδού Κουμουνδούρου να χάνεται μέσα στη νύχτα. Όμως το απρόσμενο με περίμενε στη στροφή με τη μορφή μιας λάγνας αφίσας, προχειροκολλημένης πάνω σε έναν στύλο της ΔΕΗ. Έκανα να πλησιάσω σμίγοντας τα φρύδια σαν τον παλιόγερο, δήθεν για να δω καλύτερα. "Άνθη και λουλούδια" Έκθεση φωτογραφίας. Εγκαίνια Παρασκευή 8 Νοεμβρίου, την επομένη δηλαδή, στο κέντρο τέχνης Κοραή με Νεαπόλεως. "Δεν πρέπει να το χάσω αυτό, πρέπει να πάω", είπε μια φωνή μέσα μου. Νόμιζα ότι μου μίλησε το Μαρσέλ Ντυσάν αλλά δε βαριέσαι...
Το επόμενο απόγευμα, με βαρύ κεφάλι και άγνοια κινδύνου, ξεκίνησα για τον προορισμό μου. Έξω από την αίθουσα είχε μαζευτεί κόσμος. Πολύς και καλοντυμένος κόσμος. "Μα που ήρθα;" Κοίταξα καχύποπτα γύρω μου, και βάλθηκα να μάθω ποιος ήταν ο εκθέτης, μήπως και λύσω το μυστήριο πίσω από τον ενδυματολογικό κώδικα. Κολλημένη δίπλα στην κεντρική είσοδο, άλλη μια αφίσα. Εκθέτης; Εκθέτης; Α! νάτος! Ή μάλλον νάτοι! Άρχισα να διαβάζω μερικά ονόματα αλλά ο μπουφές πιάστηκε στα δίχτυα της περιφερειακής μου όρασης, ξυπνώντας μου το ένστικτο της επιβίωσης. Ο κόσμος συνέχισε να εισέρχεται καθώς κατέβαζα τη λεμονάδα με ηρωικές γουλιές, ώσπου ξαφνικά επικράτησε σιγή. Μια καθώς πρέπει κυρία, πνίγοντας ένα μικρόφωνο με τα χέρια της, άρχισε να μιλά: "Κυρίες και κύριοι, καλώς ήλθατε στην έκθεση φωτογραφίας που διοργανώνει ο δήμος της πόλης μας. Είναι μια ευκαιρία για όλους μας, να συνδιαλλαγούμε με την τέχνη". Τέχνη; Μα ναί! Τέχνη! Τότε ήταν που πρόσεξα πως στους τοίχους υπήρχαν κρεμασμένες κορνίζες και πως μέσα στις κορνίζες, ως είθισται, υπήρχαν εικόνες. Κρατώντας ακόμα το ποτήρι κολλημένο στα χείλη μου άρχισα δειλά-δειλά να πλησιάζω τον κοντινότερο τοίχο.
Η πανδαισία των χρωμάτων ήρθε και με χαιρέτισε. Η ευκρίνεια των εκτυπώσεων, ικανή να προκαλέσει σύμπλεγμα κατωτερότητας στα καρτ ποστάλ, με αποπλάνησε. Μα τι υπέροχες εικόνες ήταν αυτές! Άρχισα να κινούμαι στο χώρο από τοίχο σε τοίχο, μέχρι που έφτασα στο τέλος. Τι πανσέδες, τι μανόλιες, τι γιασεμιά και βουκαμβίλιες. Τι μαβιά, τι κόκκινα, τι λευκά και κίτρινα του λεμονιού. Ξαναπρόσεξα τους καλεσμένους, οι οποίοι έμοιαζαν κι αυτοί σαν κινούμενες γλάστρες. Που και που, αντάλλαζαν χαμόγελα και φιλοφρονήσεις ή εκθείαζαν τους εκθέτες. Και ξαφνικά η βαβούρα άρχισε να μεγαλώνει κοντά στην είσοδο, σαν κάποιος ιδιαίτερος προσκεκλημένος να κατέφθανε. "Περάστε κύριε δήμαρχε" ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. "Περάστε, περάστε. Μας έχετε αφήσει άφωνους με τις πανέμορφες φωτογραφίες σας". Κρύος, παγωμένος, μπούζι ιδρώτας άρχισε να με λούζει. Από δήμαρχος εκθέτης! Μήπως είναι κι άλλοι; Μήπως ο διοικητής της αστυνομίας ή ο πρόεδρος του συλλόγου κυνηγών; Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τις μύχιες σκέψεις μου και η κυρία με το νεκρό πλέον μικρόφωνο ξαναχτύπησε. "Κύριε δήμαρχε, θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε για τις ωραίες φωτογραφίες σας." Εκείνος χαιρέτισε ευχαριστημένος και χάθηκε ανάμεσα σε ένα μικρό μπουλούκι, που βάλθηκε να τον ρωτήσει για τα μυστικά της τέχνης της φωτογραφίας.
Πλησίασα σιγά-σιγά και έστησα αυτί. Κάτι έλεγαν για ένα κλαδί κερασιάς που κάποιος είχε σύρει μέσα στο χώρο της έκθεσης. "Κύριε δήμαρχε ελάτε να το δείτε, είναι πανέμορφα τα άνθη που έχει επάνω του. Πρέπει να το φωτογραφίσετε!" του λέει μια άλλη καλοντυμένη κυρία. Εκείνος, φουσκώνοντας τον θώρακα με όσο αέρα μπορούσε να συλλέξει, της απαντά: "Φέρτε μου μια μηχανή να το φωτογραφίσω".
Υ.Γ. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι διαβολική σύμπτωση.