περπατώντας με τα δικά σου παπούτσια
Τον βρήκες να κάθεται σταυροπόδι, κάτι που συνήθιζε να κάνει, με το αεικίνητο βλέμμα του να γδύνει με εκπληκτική ευκολία το σώμα και την ψυχή των ανθρώπων γύρω του. Εθισμένος για χρόνια στην πράσινη νεράιδα, έπεφτε σχεδόν καθημερινά στην αγκαλιά της, μιλώντας τα λόγια της, πετώντας με τα φτερά της. Δεν ήσουν σίγουρος αν εκείνη τον κατέστρεφε, όπως θα ήταν λογικό, ή τον κρατούσε έξω απ' το καβούκι του, αμβλύνοντας τις σκέψεις και τους συλλογισμούς του. Τον θυμάσαι πάντα σκληρό με τους ανθρώπους, αδιάκριτα διεισδυτικό, πολλές φορές επιθετικό, διπολικό, αλλά και αθεόφοβο. Σε γοήτευε αυτή του η πολυπλοκότητα, η αδυναμία σου να τον προβλέψεις. Σε έκανε να νιώθεις την αξία της σκέψης του κι ας ήθελες πολλές φορές να τον χτυπήσεις αλύπητα. Είχε κι εκείνο το χιλιογραμμένο, καταραμένο σημειωματάριο, που κρατούσε με τόσο πάθος ανάμεσα στα χέρια σα να ήταν η διαθήκη του. Εκεί μέσα έγραφε την ιστορία του. Έγραφε πιέζοντας το μολύβι, πιέζοντας τον εαυτό του, πιέζοντας τους ήρωές του, σπρώχνοντάς τους στα όρια της άρνησης, οδηγώντας τους όμως με ασφάλεια στην εξιλέωση.
Καθώς τον πλησίαζες κάρφωσε το βλέμμα του στη φωτογραφική μηχανή, που είχες κρεμασμένη στο λαιμό σαν περιδέραιο. Ήταν ένα γνώριμο βλέμμα, που συνήθως προμήνυε καταιγίδα.
"Αλήθεια σκέφτηκες ποτέ σου τη διαφορά του "φωτογραφίζειν" από τη Φωτογραφία;" Σε ρώτησε με μια ρητορική διάθεση. Τα ήθελε κι εσένα ο κώλος σου.
Τραβώντας την καρέκλα κάτω απ' το τραπέζι, κάθησες και τον κοίταξες στα μάτια χαιρετώντας τον.
"Είσαι φωτογράφος που σέβεται τον εαυτό του, τα θέματά του, την τέχνη του. Δεν μπορεί να μην έχεις κάνει αυτή την ερώτηση στον εαυτό σου ούτε μια φορά;" σε ξαναρώτησε πιέζοντάς σε.
"Άσε μην μου πεις. Ξέρω την απάντησή σου. Θαρρείς πως δεν υπάρχει δα και καμιά φοβερή διαφορά ανάμεσά τους, έτσι δεν είναι;"
Τον κοίταξες χαμογελώντας, ευχόμενος να μην υπάρξει συνέχεια.
"Κι όμως φίλε μου. Η απόσταση αναμεσά τους είναι τόσο μεγάλη, όση κι εκείνη ανάμεσα στο "γράφειν" και τη Λογοτεχνία."
Η πράσινη νεράιδα λαμπίριζε μέσα από το κρύσταλλο και σαν να σου γεννήθηκε μια επιθυμία να τη γευτείς κι εσύ. Σήκωσες το χέρι και έκανες νεύμα να σου φέρουν μια από τα ίδια.
"Ξέρεις..." συνέχισε εκείνος, "...δεν θα άλλαζα με τίποτα στον κόσμο, το αγαπημένο μου σπορ. Αυτή την ευλογία του να παρατηρώ τους ανθρώπους, να στοχεύω στην καρδιά τους και τελικά να αποχωρώ με μια συνήθως πετυχημένη διάγνωση. Είναι τόσο αθώοι και συνάμα τόσο τερατώδεις που δεν μπορείς να μην τους προσέξεις. Δεν μπορούν να κρυφτούν, δεν θέλουν να κρυφτούν..." είπε αφήνοντας κάτω το μολύβι και αρπάζοντας το ποτήρι.
"Πολλές φορές όμως, έχω ζηλέψει την αμεσότητα του δικού σου όπλου. Τη χάρη με την οποία μπορείς να τους κλέψεις την εικόνα, να την αναπλάσεις, να τη στείλεις σε έναν άλλο κόσμο κάνοντάς τους αθάνατους. Να τους παρουσιάσεις με μια αξιοζήλευτη πληρότητα, γεμάτους πάθη και ανασφάλειες, συμπόνια, αλλά και λάμψη. Να μπεις στον κόσμο τους, να τους παρουσιάσεις όπως είναι και όχι ως μονοσήμαντους λογοτεχνικούς ήρωες." Άρχισες να ανυπομονείς. Μα που είναι αυτός ο σερβιτόρος. "Δεν σας είχα και σε μεγάλη εκτίμηση εσάς τους φωτογράφους, οφείλω να ομολογήσω..." συνέχισε εκείνος, "...Εκείνο το κόμπλεξ που κουβαλούσατε από παλιά, ήταν τόσο εμφανές στη δουλειά σας, που έπρεπε να κλείνω τα μάτια για να μην το βλέπω. Θέλατε τόσο πολύ να γίνετε αποδεκτοί ως καλλιτέχνες, ενώ δεν έχετε μάθει ακόμα να διαχωρίζετε το αληθινά ωραίο απ' το κοινώς ωραίο. Ο καλλιτέχνης όμως, δεν προορίζεται για να κάνει ωραία πράγματα, για να λέει ωραία λόγια. Αυτά είναι για τους δικηγόρους.", είπε χαμογελώντας και πίνοντας μια μεγάλη γουλιά.
"Δεν έχετε καταλάβει το ρόλο σας, την ευθύνη που κουβαλάτε. Αμαυρώνετε την τέχνη σας, αρνείστε να συναισθανθείτε ενώ σας δίνει τη δυνατότητα, της φέρεστε σα να είναι προσωπικό σας παιχνίδι. Πολλές φορές πιστεύετε πως αξίζετε πολύ περισσότερο απ' όσο στην πραγματικότητα. Τείνετε να ξεπεράσετε ακόμα και τους γιατρούς ή τους επαγγελματίες αθλητές. Όμως αυτοί, έχουν μια σοβαρή δικαιολογία να επικαλεστούν. Δεν είχαν ποτέ τον απαραίτητο χρόνο για να καλλιεργήσουν την ψυχή τους. Όσοι το κατάφεραν, κάτι άλλο θα θυσίασαν, δεν μπορεί. Άλλος είναι ο προορισμός τους άλλωστε. Εσείς όμως; Τι δικαιολογία έχετε;"
Ήθελε να σε λιώσει, ήταν ξεκάθαρο. Είχες για πολλοστή φορά την ατυχία να τον πετύχεις παρέα με τη νεράιδα, καθώς από ώρα ήταν παραδομένος στην αγκαλιά και στα φιλιά της. Ήρθε και η σειρά σου, καθώς η δική σου κατέφθανε καβάλα στο δίσκο της. Άρπαξες το ποτήρι, προσπαθώντας να διαχειριστείς την κατάσταση, κρύβοντας την ενόχλησή σου, κι έκανες να το τσουγκρίσεις με το δικό του. Ανταποκρίθηκε. Πάντα ανταποκρινόταν σε κάτι τέτοιο. Ήξερε πότε οι άνθρωποι μπορούσαν να τον καταλάβουν και το επιβράβευε αυτό.
"Επειδή είσαι φίλος μου και σ' αγαπάω, άκου τούτο. Αν θέλεις να κάνεις το πολυπόθητο βήμα, να πάψεις να κυνηγάς την ουρά σου ανακατεύοντας την ίδια σούπα με υλικά ψαρεμένα απ' τα θολά νερά του παρελθόντος, πρέπει να ανακαλύψεις τα όρια της τέχνης και, παράλληλα, τα όρια του εαυτού σου. Να τα μετρήσεις σπιθαμή προς σπιθαμή, να τα περπατήσεις με τα δικά σου παπούτσια και όχι να περιμένεις ιστορίες απ' τα ταξίδια των άλλων. Και όταν βρεις αυτά τα όρια, τότε θα συνεχίσεις έξω από δαύτα. Γιατί τα όρια είναι η ψευδαίσθηση που χρειάζεσαι για να περπατάς. Αρχίζεις από εδώ, μετά θα πας εκεί, από κει θα συνεχίσεις για αλλού και έτσι θα εξελίσσεσαι. Και μόλις κατακτήσεις αυτά τα όρια, να είσαι έτοιμος, γιατί μπορεί να συναντηθείς με εμένα ή με κάποιον άλλο συνοδοιπόρο που, από διαφορετική αφετηρία ερχόμενος, έκανε κι αυτός το μεγάλο βήμα για..." είπε καθώς πήγε να σηκωθεί, παραπατώντας και απλώνοντας το χέρι πάνω σου για να πιαστεί. Πρόλαβες και τον κράτησες. Κι αυτό το είχες κάνει πολλές φορές. Τους κράτησες και τους δύο για την ακρίβεια. Κι αυτόν κι αυτή. Ήταν αργά, ώρα να φύγουν. Είχαν άλλωστε κι ένα κρεβάτι να ζεστάνουν.