απόσπασμα από την ομιλία της Νατάσας Καρακατσάνη στην παρουσίαση του βιβλίου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στο Βόλο
Πριν λίγους μήνες, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη το βιβλίο με τίτλο «Η Ελληνική Φωτογραφία και η Φωτογραφία στην Ελλάδα», μια ανθολογία κειμένων και δοκιμίων των ερευνητών, επιμελητών και θεωρητικών, Κωστή Αντωνιάδη, Νίνας Κασσιανού, Φανής Κωνσταντίνου, Κωστή Λιόντη, Αλεξάνδρας Μόσχοβη, Ειρήνης Μπουντούρη, Νίκου Παναγιωτόπουλου, Ηρακλή Παπαϊωάννου, Πηνελόπης Πετσίνη, Πλάτωνα Ριβέλλη και Γιάννη Σταθάτου. Η ιδέα της δημιουργίας του βιβλίου και το δύσκολο έργο της επιμέλειας ανήκουν στον Ηρακλή Παπαϊωάννου, επιμελητή του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
Όπως ο ίδιος γράφει, η ανθολογία «επιχειρεί να σκιαγραφήσει το πλαίσιο λόγου της ελληνικής φωτογραφίας» και «βαθύτερος λόγος ύπαρξής της είναι η ελπίδα ότι μπορεί να βάλει ένα λιθαράκι στην εδραίωση της πεποίθησης ότι η φωτογραφία δεν είναι ένα ακόμη προϊόν μαζικής, παθητικής κατανάλωσης, αλλά μια εικόνα η οποία μπορεί και πρέπει να ερμηνεύεται, να κρίνεται, να αμφισβητείται».
Ίσως κάποιοι έχουν την εντύπωση ότι ένα βιβλίο σαν κι αυτό απευθύνεται σε μία συγκεκριμένη ομάδα αναγνωστών και ειδικότερα στους φωτογράφους και σε όσους ευρύτερα ασχολούνται με τη φωτογραφία. Αυτό είναι σωστό. Ποιοι όμως στην εποχή μας δεν ασχολούνται με τη φωτογραφία; Ποιοι δεν είναι τουλάχιστον θεατές εικόνων; Στο οπισθόφυλλο, διαβάζουμε: “Μια από τις σταθερές της σύγχρονης εποχής που δύσκολα αμφισβητείται είναι η πανταχού παρουσία της εικόνας, φωτογραφικής ή άλλης, και η ισχυρή επίδρασή της στη διάπλαση αντιλήψεων και συμπεριφορών. Ενόσω όμως ο εικονογραφημένος κόσμος γιγαντώνεται γύρω μας και μέσα μας, ο κριτικός διάλογος για αυτόν παραμένει συγκριτικά καθηλωμένος, ειδικά στην ελληνική εκδοχή του. Έτσι ευνοούνται η απλούστευση και η σύγχυση, η άκριτη επιβολή της εμπορευματικής εικόνας, ο οπτικός αναλφαβητισμός. Είναι η φωτογραφία μια εικόνα που πρέπει κανείς να δημιουργεί και να καταναλώνει χωρίς να σκέφτεται και να συζητά για αυτήν; Μπορεί να αγνοηθεί η ιστορία και η αισθητική που οπλίζουν τη δημιουργία της και ενορχηστρώνουν την υποδοχή της από το κοινό; Δημιουργείται τελικά η φωτογραφία μέσα σε ένα κοινωνικό και ιδεολογικό κενό; “
Κατά την πεποίθηση του επιμελητή του βιβλίου «η έρευνα και η κριτική σκέψη όχι μόνο δεν αναιρούν, αλλά εντείνουν την απόλαυση που προσφέρει η φωτογραφία, συμβάλλοντας στη δημιουργία κριτηρίων για την κατανόησή της, αλλά και επιχειρημάτων σε ένα διεπιστημονικό διάλογο.» Το βιβλίο αυτό, όπως και κάθε βιβλίο που μιλά για τη φωτογραφία είναι, θα έλεγα, εκτός από ενδιαφέρον, απαραίτητο, πρωτίστως για τους θεατές των εικόνων. Και θεατές είμαστε όλοι, είτε φωτογραφίζουμε είτε όχι. Η οπτική γλώσσα, της οποίας η φωτογραφία αποτελεί κομμάτι, είναι μια γλώσσα που χρησιμοποιούμε καθημερινά και όπως κάθε γλώσσα πρέπει να κατακτηθεί για να κατανοηθεί σε βάθος και να εκτιμηθεί σωστά. Ειδικά στη χώρα μας, που προσπαθεί ακόμη να βρει τη φωτογραφική ταυτότητά της, μια σφαιρική θεώρηση της κατάστασης μπορεί να μας βοηθήσει να εντοπίσουμε τη θέση μας στον παγκόσμιο φωτογραφικό χάρτη, να μας προβληματίσει σε σχέση με τη δημιουργική φωτογραφική διαδικασία και κυρίως να μας ωθήσει να αποβάλλουμε προκαταλήψεις και κολλήματα του παρελθόντος, ώστε να κρίνουμε, σε πρώτη φάση, το έργο των Ελλήνων φωτογράφων και τον τρόπο που αυτοί μιλούν για την Ελλάδα, χρησιμοποιώντας τα σωστά εργαλεία.
Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κάποιος για ένα βιβλίο όπως αυτό σε λίγες σελίδες ούτε να αναπτύξει το περιεχόμενό του. Πρώτα, γιατί δεν έχει να αναλύσει κάτι, το έχουν ήδη κάνει οι συγγραφείς στα κείμενά τους. Ύστερα, γιατί δεν μπορεί να επιλέξει αποσπάσματα ορισμένων από αυτούς για ανάγνωση αδικώντας τους υπόλοιπους. Και τέλος, γιατί η πληρέστερη παρουσίαση του βιβλίου είναι γραμμένη από τον Ηρακλή Παπαϊωάννου και βρίσκεται στις έξι σελίδες του προλόγου. Αυτό που θα επιχειρήσω, λοιπόν, είναι να περιγράψω συνοπτικά τη δομή και τα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο και ευελπιστώ να αναδειχτεί εντέλει η σημασία της έκδοσής του, ειδικά την παρούσα χρονική στιγμή.
Ξεκινώντας από τον τίτλο, καταλαβαίνουμε ότι δεν έχει επιλεγεί συμβατικά. Ο σύνδεσμος «και» μεταξύ Ελληνικής Φωτογραφίας - Φωτογραφίας στην Ελλάδα, παραδόξως διαχωρίζει εξαρχής τις δύο έννοιες ωθώντας μας να τις ορίσουμε. Ο προσδιορισμός της εθνικότητας, π.χ. «Ελληνική», έχει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης στις περιπτώσεις που η Φωτογραφία μιας χώρας κινείται μέσα σε ένα υφολογικό και εννοιολογικό πλαίσιο, το οποίο της δίνει μια εθνική ταυτότητα (και ακόμη απλούστερα μιλάει για την κατάσταση, την ιδιαιτερότητα ή τα προβλήματα της χώρας) και τη διαχωρίζει από τις υπόλοιπες του είδους. Δημιουργεί μια «σχολή» όπως συχνά λέγεται, αναγνωρισμένη σε παγκόσμια κλίμακα. Παραδείγματα υπάρχουν γνωστά, ίσως στους περισσότερους. Η Ιαπωνική Φωτογραφία, η Τσεχική Σχολή, η Ρωσική Πρωτοπορία κ.λπ. Η Ελληνική Φωτογραφία έχει καταφέρει κάτι τέτοιο ή μήπως τα πλήγματα των πολέμων και η κρατική πολιτική δεν της το επέτρεψαν;
Συνοπτικά και επιλεκτικά ας θυμηθούμε, το 1839 ανακοινώθηκε από τον Αραγκό η ανακάλυψη της φωτογραφίας στην Ακαδημία Επιστημών και στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, στο Παρίσι. Ο Φίλιππος Μαργαρίτης, άνοιξε το πρώτο φωτογραφείο στην Αθήνα το 1853, την ίδια χρονιά που ο Ναδάρ άνοιξε, στο Παρίσι, το πρώτο φωτογραφικό στούντιο στην ιστορία. Η Βούλα Παπαϊωάννου με τις φωτογραφίες της κατά τη διάρκεια της Κατοχής και αμέσως μετά τον πόλεμο, θεωρήθηκε ως η πρώτη εκπρόσωπος του μοντερνισμού στην Ελλάδα. Ο Σπύρος Μελετζής και ο Κώστας Μπαλάφας, δημιούργησαν ένα νέο είδος της Ελληνικής Φωτογραφίας, τη Φωτογραφίας τη Αντίστασης. Ο Δημήτρης Χαρισιάδης, συμμετείχε στην έκθεση The family of man, μαζί με σπουδαίους φωτογράφους από όλο τον κόσμο. Ο Νίκος Οικονομόπουλος, είναι ο πρώτος και μοναδικός μέχρι στιγμής Έλληνας που έγινε δεκτός στο πρακτορείο magnum και επηρέασε με το ύφος του μια ολόκληρη γενιά φωτογράφων. Την εποχή της μεταπολίτευσης η Νέα Ελληνική Φωτογραφία ξεχώρισε για την αισθητική και το θεωρητικό της υπόβαθρο. Λαμπροί σταθμοί σίγουρα, ικανοί όμως; Το βιβλίο νομίζω ότι απαντά στο ερώτημα πολύ εμπεριστατωμένα, όπως, επίσης, αναπτύσσει και το δεύτερο μέρος του τίτλου, τη φωτογραφία που παρήχθη στην Ελλάδα από την εμφάνισή της μέχρι σήμερα.
Σχετικά με τη δομή της, εκτός από τον πρόλογο, την ανθολογία συνθέτουν 31 κείμενα, τα οποία έχουν γραφτεί για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους, όπως για περιοδικά ή εφημερίδες, για ημερίδες και συνέδρια, ηλεκτρονικές επιθεωρήσεις, προλόγους βιβλίων, καταλόγους εκθέσεων, κ.ά και ανήκουν σε έντεκα συγγραφείς με διαφορετικές ιδιότητες, καθηγητές ανωτάτων σχολών, στελέχη μουσείων, επιμελητές, ιστορικούς, κριτικούς, ερευνητές, δημοσιογράφους, αλλά κοινό χαρακτηριστικό, και κριτήριο για την επιλογή τους όπως διαβάζουμε, τη μακρόχρονη και «συστηματική ενασχόλησή τους με τη φωτογραφία». Κάθε συγγραφέας συμμετέχει με ένα έως τέσσερα κείμενα τοποθετημένα διάσπαρτα, αλλά στο κατάλληλο σημείο, ώστε να εξυπηρετούν το σκεπτικό της ιδέας πίσω από την οποία στήθηκε ο σκελετός του βιβλίου. Τρεις ενότητες με εσκεμμένα δυσδιάκριτα όρια, αφού κάποια από τα κείμενα που τις συνθέτουν διασταυρώνονται, έστω και από απόσταση, συνομιλούν, αλληλοσυμπληρώνονται και κάποιες φορές αναδεικνύουν το ένα το άλλο, δημιουργώντας μια συνεχή ανακύκλωση που ενεργοποιεί την κριτική σκέψη και τη συνθετική ικανότητα του αναγνώστη. Το κάθε κείμενο συνοδεύουν χαρακτηριστικές φωτογραφίες σε ασπρόμαυρη εκτύπωση, ενώ η έγχρωμη εκδοχή κάποιων από αυτές βρίσκεται σε παράρτημα, στο τέλος του βιβλίου.
Όσα κείμενα ανήκουν στην πρώτη ενότητα με τίτλο Φωτογραφία και ιστορίες συνθέτουν θα μπορούσαμε να πούμε την ιστορία της φωτογραφίας και αναδεικνύουν τον ιστορικό της ρόλο. Δεν πρόκειται ωστόσο για μία συνηθισμένη γραμμική αφήγηση κατά τη διάρκεια της οποίας περιγράφεται η εξέλιξη της φωτογραφίας σε παγκόσμια και ελληνική κλίμακα, με αναφορές σε σημαντικούς εκπροσώπους της. Πρόκειται μάλλον για ένα παζλ, του οποίου τα κομμάτια ενώνονται μεταξύ τους, αφού πρώτα αναγνωστούν, με την ενεργή συμμετοχή αυτού που τα διαβάζει. Έτσι, ξεκινάμε με τη φωτογραφική απεικόνιση της Αθήνας του 19ου αιώνα και τη διάδοση της φωτογραφίας στην Ελλάδα, συνεχίζουμε με τη σχέση της με την εξωτερική πολιτική, με αφορμή τη συμβολή της οικογένειας Μπουασσονά στη διαμόρφωση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό, πηγαίνουμε στην επαρχία όπου αφανείς επαγγελματίες, φωτογράφοι πορτρέτων, όπως ο Καστοριανός Λεωνίδας Παπάζογλου, οι Πελοποννήσου Γιάννης και Γιώργος Καραμάνος και άλλοι, απαθανατίζουν την εποχή τους μέσα από τη μορφή και το βλέμμα των ανθρώπων που την έζησαν, κατανοούμε τον ρόλο της φωτογραφίας της αντίστασης μέσω μιας συγκριτικής παρουσίασης του έργου των Μπαλάφα και Μελετζή, περνάμε στις διαφορετικές αναγνώσεις της φωτογραφικής εικόνας και το ρόλο του επιμελητή, με αφορμή μέρος της δουλειάς της Βούλας Παπαϊωάννου, στο αρχείο του Δημήτρη Χαρισιάδη και τη σημασία της αρχειακής φωτογραφίας, στο πορτρέτο της Ελλάδας της ανασυγκρότησης όπως αυτό διαμορφώνεται μέσα από το φωτογραφικό αρχείο της ΔΕΗ, την εξέλιξη και τη διαμόρφωση της ελληνικής φωτογραφίας με οδηγό την απεικόνιση του ελληνικού τοπίου και τέλος γνωρίζουμε το ιδεολογικό πλαίσιο της φωτογραφίας του 20ου αιώνα.
Στη δεύτερη ενότητα με τίτλο Ερμηνείες και στοχασμοί, αναλύεται και ερμηνεύεται, άλλοτε εκτενέστατα και άλλοτε με μικρότερες αναφορές, το φωτογραφικό έργο παλαιότερων και σύγχρονων δημιουργών, όπως της Βούλας Παπαϊωάννου, του Δημήτρη Χαρισιάδη, του Κώστα Μπαλάφα, του Γιώργου Δεπόλλα, του Νίκου Οικονομόπουλου, του Περικλή Αλκίδη, του Πάνου Κοκκινιά, του Αβραάμ Παυλίδη, του Γιάννη Ψυχοπαίδη, Γιώργη Γερόλυμπου, Νίκου Μάρκου, Γιώργου Πρίνου, Πέτρου Ευσταθιάδη, Ευαγγελίας Κρανιώτη, Βασίλη Πολυχρονάκη, Χριστίνας Δημητριάδη, Δήμητρας Λαζαρίδου, Δημήτρη Τσουμπλέκα, Πέτρου Χρυσοστόμου, Νίκου Παναγιωτόπουλου και άλλων και γίνονται έμμεσα αναφορές σε πολλούς ξένους φωτογράφους. Στην ενότητα αυτή, εκτίθενται επίσης σχόλια και σκέψεις με αφορμή εκθέσεις, διαγωνισμούς και φωτογραφικά φεστιβάλ και πόσο αυτά επηρέασαν το βλέμμα του φωτογραφικού κοινού και τη διαμόρφωση των κριτηρίων του.
Στην τρίτη ενότητα, τα Ανοιχτά ερωτήματα, προσεγγίζονται καθαρά θεωρητικά θέματα και προβληματισμοί των συγγραφέων, που έχουν να κάνουν με τη φύση και τη σημασία της φωτογραφίας, την αισθητική και ιδεολογική της πλευρά, την επίσημη και ανεπίσημη εκδοχή της, τη σχέση της με την αλήθεια, την αλληλεπίδρασή της με την κοινωνία και τις άλλες μορφές τέχνης, την πολιτική της διάσταση, τις σύγχρονες τάσεις και πρακτικές.
Ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα του βιβλίου, κατά τη γνώμη μου, είναι η πολυφωνία του. Όχι μόνο επειδή ο αναγνώστης έχει την τύχη να γνωρίσει πολλούς συγγραφείς με διαφορετικές θέσεις και ύφος και να απολαύσει εξαιρετικά κείμενα, αλλά και επειδή έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει διαφορετικές πλευρές του ίδιου συχνά θέματος ή διαφορετικές ερμηνείες του ίδιου έργου, με αποτέλεσμα να ανακαλύψει τα αμετάβλητα, πέρα από υποκειμενικές θεωρήσεις, χαρακτηριστικά του. Από την άλλη, διαβάζοντας τις ταυτόσημες απόψεις των συγγραφέων για ορισμένα θέματα και τον πλουραλισμό των επιχειρημάτων που τις στηρίζουν, απελευθερώνεται από το βάρος στερεοτύπων και λανθασμένων εντυπώσεων. Η γνώση και μάλιστα η όσο το δυνατόν σφαιρικότερη γνώση γύρω από ένα θέμα, και στη συγκεκριμένη περίπτωση γύρω από τη φωτογραφία, είναι ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε τις παρερμηνείες και να ανοιχτούμε στο καινούριο. Η φωτογραφία που παράγεται μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή είναι συνδεδεμένη με το ιστορικό, κοινωνικό πλαίσιο που ανήκει η στιγμή εκείνη και μέσα στο πλαίσιο αυτό πρέπει να κρίνεται. Με άλλα λόγια επηρεάζεται από την εποχή της και μιλώντας γι’ αυτή την καθορίζει, τιμώντας τον χαρακτηρισμό του «καθρέφτη της κοινωνίας» που της έχει δοθεί. Σήμερα, έχουμε ήδη αφήσει πίσω μας τους πρωτοπόρους δημιουργούς και τον μοντερνισμό. Βρισκόμαστε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της ρευστότητας των ρόλων, του διαλόγου και της ανταλλαγής μεταξύ των τεχνών, της αμφισβήτησης συχνά της τέχνης αυτής καθαυτής και δεν είναι φρόνιμο πλέον να καταδικάζουμε κάποιο είδος φωτογραφίας χωρίς να μπορούμε να υπερασπιστούμε σοβαρά μια τέτοια θέση. Από την άλλη, η ταχύτητα της εναλλαγής των τάσεων οδηγεί πολλούς θεατές να αναρωτιούνται ποια φωτογραφία είναι τελικά αξιόλογη και ποια όχι και πολλούς νέους φωτογράφους να ακολουθούν αφιλτράριστα τη μία τάση μετά την άλλη. Ο μόνος τρόπος να βοηθηθούμε είναι η απομυθοποίησή τους μέσω της μελέτης του αντικειμένου. Και, φυσικά, η ανάγνωση βιβλίων όπως αυτού που παρουσιάζουμε απόψε είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.
Ο Ηρακλής Παπαϊωάννου αναφέρει ότι σε παγκόσμιο επίπεδο αξιόλογη παραγωγή θεωρητικών κείμενων για τη φωτογραφία έχουμε τα τελευταία τριάντα χρόνια, ενώ σε ελληνικό, τα πράγματα είναι αρκετά πιο υποτονικά. Από ποια δεξαμενή όμως θα βγουν οι συγγραφείς τέτοιων κειμένων, αφού όπως διαβάζουμε, οι μέχρι στιγμής υπάρχοντες έχουν κατά κανόνα σπουδάσει ή έρθει σε επαφή με τη φωτογραφία εκτός Ελλάδας; Έχω την εντύπωση ότι αυτό πρέπει να το εξετάσουμε καταβαίνοντας στη βάση της αντίστοιχης πυραμίδας. Η φωτογραφία από τη γέννησή της ως τεχνολογικό επίτευγμα, ήταν συνδεδεμένη με την τεχνική και τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της, όπως ήταν φυσικό, τα τεχνικά θέματα απασχόλησαν έντονα όσους την ακολούθησαν. Με την πάροδο του χρόνου όμως και την εξέλιξη της τεχνολογίας, το τεχνικό κομμάτι άρχισε να απλοποιείται, να εκλαϊκεύεται και κατά συνέπεια να συρρικνώνεται, ενώ το θεωρητικό κομμάτι που γεννήθηκε από τη στιγμή της αναγνώρισης της νέας εφεύρεσης ως εκφραστικού μέσου, άρχισε να μεγαλώνει. Στην Ελλάδα η αύξηση του θεωρητικού κομματιού, στις σχολές όπου η φωτογραφία διδάσκεται, δεν ακολούθησε τον παγκόσμιο ρυθμό. Τα θεωρητικά μαθήματα με αντικείμενο τη φύση της φωτογραφίας ως εννοιολογική τέχνη άμεσα συνδεδεμένη με πλήθος γνωστικά αντικείμενα όπως η φιλοσοφία, η ψυχολογία, η κοινωνιολογία κ.ά. ήταν ελάχιστα, σε σχέση με όσα ασχολούνταν με το τεχνικό κομμάτι, με αποτέλεσμα οι απόφοιτοί τους να αποκτούν τεχνικές δεξιότητες, αλλά να υστερούν ως κριτικοί αναγνώστες με ικανότητα άρθρωσης θεωρητικού λόγου. Ευτυχώς, σήμερα τα πράγματα αλλάζουν, όχι μόνο γιατί το διαδίκτυο είναι ένας από τους παράγοντες που βοηθούν σ’ αυτό, αλλά και γιατί υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να διευρύνουν το διδακτικό πλαίσιο της φωτογραφίας στην Ελλάδα.
Λύσεις, λοιπόν, θα μπορούσαν να βρεθούν μέσω της εκπαίδευσης των ειδικών, αλλά και την παράλληλη καλλιέργεια των ερασιτεχνών φωτογράφων και του κοινού. Γιατί ένας ακόμη τρόπος να αυξηθεί η ελληνική παραγωγή θεωρητικών κειμένων, που δεν εξαρτάται από τους συγγραφείς αλλά από τους αναγνώστες, είναι η ζήτηση των κειμένων αυτών. Ίσως μας βοηθήσει να καταλάβουμε πόσο σημαντική είναι η μελέτη ενός αντικειμένου όπως η φωτογραφία, ειδικά αν θέλουμε να διαμορφώσουμε την άποψή μας γύρω από αυτό, το ότι στο τέλος του βιβλίου, υπάρχουν δεκαπέντε σελίδες με τη βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε από τους συγγραφείς που ανθολογούνται.
Παίρνοντας αφορμή από το τελευταίο, θα κλείσω, συμπληρώνοντας ότι, εκτός από όσα ήδη ανέφερα, η ανθολογία αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για την επιστημονική έρευνα και κάλλιστα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πανεπιστημιακό σύγγραμμα, υποστηρικτικό αρκετών μαθημάτων, με δεδομένο ότι την τελευταία πενταετία η φωτογραφία έχει κάνει αισθητή την παρουσία της στον διδακτικό χώρο ως παράλληλη προσέγγιση πολύ περισσοτέρων γνωστικών αντικειμένων από όσων στο παρελθόν.
Νατάσα Καρακατσάνη
(Απόσπασμα από την ομιλία της παρουσίασης του βιβλίου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στο Βόλο, την Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014.)