Επισκέπτες

φωτογραφία άρθρου
· Διάφορα // Δημοσίευση: 10 Mar 2018

Το 1903, η πρώτη προβολή της Μεγάλης Ληστείας του Τρένου σημάδεψε το χώρο του θεάματος. Οι θεατές τρομοκρατήθηκαν όταν είδαν τον ληστή να τους κοιτάζει μέσα από τη μεγάλη οθόνη, και ξαφνικά να στρέφει το πιστόλι του κατα πάνω τους. Πολλοί έσκυψαν να καλυφθούν, ενώ άλλοι άρχισαν να τρέχουν προς την έξοδο. Ο κινηματογραφιστής Edwin Porter, μόλις είχε κάνει μια τεράστια τομή στο χώρο της Τέχνης. Η σκηνή με τον ληστή θα μπορούσε να λείπει αφού στην ουσία δεν αφορούσε την πλοκή. Έμελλε όμως να γίνει η πιο επιδραστική σκηνή του πρώιμου κινηματογράφου. Ο Porter δοκίμασε να αλλάξει τη θέση της σκηνής η οποία αρχικά βρισκόταν στην αρχή του φιλμ. Σε κάποιες κόπιες που έδωσε για προβολή, την έβαλε στη μέση, και σε κάποιες άλλες στο τέλος του φιλμ. Το κοινό είχε αρχίσει να εξοικειώνεται με τις ρεαλιστικές στατικές εικόνες (φωτογραφίες), και το εξω-διηγητικό βλέμμα, αυτό δηλαδή που δραπετεύει από τον κόσμο της εικόνας και διασταυρώνεται με το βλέμμα του θεατή, δεν ήταν πια τόσο ξένο. Όμως μια κινούμενη ανθρώπινη μορφή που μέσα από την οθόνη δείχνει να αντιλαμβάνεται την ύπαρξη των θεατών, απειλώντας τους με το όπλο του, ήταν κάτι άλλο, κάτι που δεν μπορούσε να περιοριστεί σε έναν απλό ενθουσιασμό από μέρος του κοινού.


Edwin Porter, The Great Train Robbery, 1903

50 χρόνια αργότερα, ο Ingmar Bergman παρουσίασε το φιλμ του Summer with Monika. Σε μια ανύποπτη στιγμή, η πρωταγωνίστρια Hariet Andersson στρέφει το βλέμμα της προς το κοινό, καθώς ανάβει ένα τσιγάρο. Ο Bergman την ακολουθεί με την κάμερα πλησιάζοντας στο πρόσωπό της, καθώς ο χώρος γύρω της μαυρίζει, απομονώνοντας το βλέμμα της το οποίο καρφώνεται στους ανύποπτους θεατές. Η στιγμή ήταν αποκαλυπτική. Η Μonika έδειξε σημεία συνειδητοποίησης ότι είναι αντικείμενο παρακολούθησης, κι επιχείρησε να αντιστρέψει τους όρους.


Ingmar Bergman, Summer with Monika, 1953

Μεσολάβησαν διάφορες παρόμοιες επαφές μεταξύ κοινού και φιλμικών χαρακτήρων, μέχρι που το 2013, ο Godfrey Reggio με το φιλμ του Visitors, αναποδογύρισε τα πάντα. Γνωστός από το κλασικό φιλμ Κoyaanisqatsi του 1982, ο Reggio επανέλαβε τον τότε άθλο, δημιουργώντας ένα ακόμα μη αφηγηματικό φιλμ, μια οπτικοποιημένη ελεγεία που δεν επικαλείται τη λογική αλλά στοχεύει κατευθείαν στον αρχέγονο χώρο της ενστικτώδους αντίδρασης.

Χρειάστηκαν 46 ημέρες γυρισμάτων και 18 μήνες μοντάζ, μέχρι το φιλμ να ολοκληρωθεί και να προβληθεί. Ο Reggio είχε μια ξεκάθαρη ιδέα. Να μεταφέρει το υπόβαθρο μπροστά στο κοινό, να μετατρέψει το background σε foreground. Οι εικόνες καθοδηγούν το θεατή, του λένε τι να κάνει, πως να βιώσει αυτή την εμπειρία, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι δεν βρίσκεται πλέον στην ασφαλή θέση του παρατηρητή. Καθώς το φιλμ εξελίσσεται, οι φιλμικοί χαρακτήρες, μεταδίδουν σταδιακά αλλά σταθερά μια αίσθηση ότι αυτοί είναι οι θεατές, και το κοινό είναι στην ουσία το θέμα της παρατήρησής τους. Πως θα ένιωθες αν ξαφνικά καταλάβαινες ότι είσαι το θέμα και πως κάποιος άλλος σε παρατηρεί; Πως θα ένιωθες αν διαπίστωνες ότι ο φιλμικός χαρακτήρας του οποίου τη ζωή παρακολουθείς, όχι μόνο σε αντιλαμβάνεται, αλλά σε παρακολουθεί με αγωνία, βιώνει αυτό που βλέπει, εσένα, να τον κοιτάζεις χωρίς να είσαι πλέον βέβαιος ποιος είναι ποιος;


Godfrey Reggio, Visitors, 2013

“Ο Κινηματογράφος είναι η πιο διεστραμμένη μορφή τέχνης”, λέει ο Slavoj Zizek, και προφανώς έχει δίκιο, αφού κανένα άλλο εκφραστικό μέσο δεν μπορεί να περιπλέξει με τέτοια μαεστρία την πραγματικότητα με την... πραγματικότητα.