short stories: Πίτα Κιοφτέ και Καπουτσίνο

Πίτα Κιοφτέ και Καπουτσίνο
· Φωτοφιλοσοφικά // Δημοσίευση: 19 Δεκ 2010

μία ημέρα στο Αρά καφέ

Τον Δεκέμβρη του 2010 αποφάσισα να ταξιδέψω στην Κωνσταντινούπολη. Δεν είχα ξαναπάει μέχρι τότε και οι μόνες εικόνες που είχα στο μυαλό μου ήταν από φωτογράφους που βρέθηκαν κάποια στιγμή στη ζωή τους εκεί και φωτογράφησαν.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, πολλές από αυτές τις εικόνες περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου ολοζώντανες. Οικονομόπουλος, Webb, Guler και άλλοι, με πολιορκούσαν με τις εικόνες τους λες και μου έκαναν μάθημα, λες και με καθοδηγούσαν για το πώς έπρεπε να πράξω.

Θυμάμαι πως είχα στο μυαλό μου την πόλη σαν μια must-take-pictures περιοχή του κόσμου και πραγματικά ανυπομονούσα να ξεχυθώ στους δρόμους της και να ρουφήξω ότι προλάβω μέσα στις μόλις πέντε ημέρες που θα είχα στη διάθεσή μου.

Η περιπλάνηση άρχισε πρωί-πρωί. Το πρώτο πράγμα που ήθελα να κάνω ήταν να συναντήσω το "μάτι της Πόλης", τον σημαντικότερο ίσως Τούρκο φωτογράφο, τον Ara Guler. Διατηρούσε ένα καφέ στο κέντρο, κοντά στην πλατεία Ταξίμ, λίγο μετά το λύκειο του Γαλατά, όχι επί της οδού Πέρα, αλλά λίγο αριστερά σε ένα στενάκι. Περπατώντας έπεσα πάνω σε μια διαδήλωση. ανάμεσα στους διαδηλωτές υπήρχαν πολλοί φωτογράφοι. Επιλέγω μια κοπέλα και τη ρωτάω αν ξέρει που ακριβώς είναι το Αρα καφέ. Μου λέει πως να πάω και μετά με ρωτά τι ψάχνω. Της απαντώ ότι ήρθα να γνωρίσω τον ίδιο. "Δεν θα σου το συνιστούσα" μου λέει. "Δεν είναι και ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου..."

Έφτασα στο καφέ κατά τις 11, έχοντας ήδη αρχίσει να παίρνω κάποιες εικόνες, δειλά-δειλά. Είναι και αυτή η ρημάδα η προσαρμογή που μου κάθεται στο λαιμό κάθε φορά που βρίσκομαι σε καινούργιο μέρος. Την είχα πατήσει 2 μήνες νωρίτερα, όταν βρισκόμενος στο Κάιρο, χρειάστηκα περίπου 2 ημέρες για να αρχίσω να προσαρμόζομαι. 

Αφού έφτασα στο περιβόητο Αρά καφέ, πλησιάζω τον πρώτο σερβιτόρο που βρήκα μπροστά μου.

Η αφεντιά μου: "Καλημέρα. Ήρθα από την Ελλάδα να γνωρίσω τον κύριο Guler. Μήπως βρίσκεται εδώ, παρακαλώ?"

Σερβιτόρος: "Όχι, αλλά μέχρι τη μία θα έχει έρθει."

Η αφεντιά μου: "Καλώς. Θα καθίσω να τον περιμένω. Ένα καπουτσίνο παρακαλώ." Η κρέμα ήταν εξαιρετική οφείλω να ομολογήσω.

Πέρασε μιάμιση ώρα κι εκείνος άφαντος. Θα έχανα το φως. Αποφάσισα λοιπόν να φύγω για φωτογράφηση και θα περνούσα πάλι αργότερα.

Ώρα 2:00 κι εγώ πάλι εκεί.

Η αφεντιά μου: "Μήπως ήρθε ο κύριος Guler?"

Υπεύθυνη του μαγαζιού: "Λυπάμαι, αλλά δεν έχει έρθει ακόμα."

Η αφεντιά μου: "Εντάξει, θα τον περιμένω". Κάθομαι σε ένα από τα τραπεζάκια για φαγητό. Ξύλινα και πολύ ωραία διακοσμημένα. Πεινούσα. "Ένα πίτα κιοφτέ, παρακαλώ."

Θα μου πεις πως ήξερα τι ζητούσα!
Αμ δεν ήξερα. Διάβασα "Πίτα κιοφτέ" και ήμουν σίγουρος πως ήταν τα γνωστά μπαλάκια από κιμά με κάποιο είδος ανατολίτικης πίτας. Λάθος. Πίκλες με ντομάτα μέσα σε ψωμάκι και μερικές σκόρπιες τηγανητές πατάτες με τη φλούδα. Παρόλα αυτά, δεν άφησα ούτε ψίχουλο.

Τώρα που το καλοσκέφτομαι. αυτή είναι μια από τις λίγες πραγματικές αναμνήσεις που έχω από κείνο το ταξίδι. Το παράξενο είναι πως όσο συνέβαιναν αυτά, δεν πήρα ούτε μια φωτογραφία...

Πέρασε άλλη μια ώρα. Δεν είχα άλλο χρόνο για χάσιμο κι έτσι έφυγα.

Γύριζα και φωτογράφιζα. Για έναν απροσδιόριστο λόγο, είχα ρυθμίσει την φτηνή compact μηχανή που κουβαλούσα μαζί μου στο να καταγράφει μόνο ασπρόμαυρες εικόνες. Προφανώς, οι επιρροές ήταν πολύ έντονες κι εγώ υπάκουσα σαν καλός μαθητής, αδιαφορώντας για το τι πραγματικά ήθελα να κάνω. Τέλος πάντων, αφού γύρισα σε όσα περισσότερα μέρη μπορούσα, κατά τις 6 επέστρεψα για λίγο στο ξενοδοχείο. Ένα γρήγορο μπάνιο και πάλι έξω. Πρώτη στάση και πάλι στο Αρα καφέ.

Η αφεντιά μου: "Μήπως ήρθε ο κύριος Guler?"

Άλλος σερβιτόρος: "Ναι. Κάθεται εκεί πίσω." Μπίνγκο!

Μπήκα μέσα και τον είδα. Ένας σκυθρωπός παππούλης γύρω στα 80, μιλούσε με έναν κατά πολύ νεότερό του σε μια γωνιά του καφέ.

Η αφεντιά μου: "Καλησπέρα κύριε Guler. Είμαι ο Τάδε και ήρθα από την Ελλάδα να σας γνωρίσω."

Guler: "Λάθος ώρα. Τώρα μιλάω με ένα φίλο. Αν θέλεις περίμενέ με εκεί" λέει, δείχνοντάς μου ένα άδειο τραπέζι στην απέναντι γωνία.

1-0

Κάθομαι. Επιλέγω ένα λεύκωμα από τα πολλά που είχε σε μια βιβλιοθήκη. Η Κωνσταντινούπολη του Μagnum. Χάθηκα για λίγο στις εικόνες του. Χαλάρωσα. Είχα ήδη παραγγείλει και έναν τούρκικο καφέ μούρλια!

Ο τύπος σηκώθηκε από το τραπέζι ,αλλά πριν το πάρω απόφαση να πάω πήγε και κάθισε ένας άλλος.

2-0

Ξανακάθομαι. Αρπάζω μια μονογραφία με τίτλο: "Η Κωνσταντινούπολη του Ara Guler - 40 χρόνια Φωτογραφία". Ασπρόμαυρες φωτογραφίες της παλιάς Κωνσταντινούπολης. Ίσως αυτός ο άνθρωπος να διέθετε το πλουσιότερο αρχείο από κάθε άλλον για τον συγκεκριμένο τόπο.

Όσο εγώ μελετούσα το βιβλίο, ο δεύτερος τύπος σηκώνεται. Αμέσως όμως, πηγαίνει και κάθεται ένας τρίτος. Δεν το πολυσκέφτηκα. Σηκώνομαι και πάω κοντά του. Δεν είχα σκοπό να κοιμηθώ εκεί περιμένοντας.

2-1

Η αφεντιά μου: "Σας χαιρετώ, κύριε Guler."

Αφού με κοίταξε λίγο μου λέει: "Δε μου είπες τελικά. Γιατί ήθελες να με γνωρίσεις;"

Η αφεντιά μου: "Δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Απλά. ήθελα να σας γνωρίσω και να πούμε δυο κουβέντες."

Guler: "Κάθισε."

Μιλήσαμε για διάφορα. Δύσκολος άνθρωπος μου φάνηκε. Ίσως η κοπέλα από τη διαδήλωση να είχε ένα μικρό δίκιο. Δεν έχει και τόση σημασία όμως. Σημασία έχει η αίσθηση που σου αφήνει ένας άνθρωπος. Η ενέργεια που εκπέμπει και αν αυτή σε διαπερνά με θετικό ή αρνητικό τρόπο. Πως θα είμαι άραγε στα 80, αν τελικά τα φτάσω. Ποιός ξέρει... 

Φεύγοντας, και αφού είχε πια σκοτεινιάσει, μου γεννήθηκε η επιθυμία να κάνω κάτι τολμηρό. Και τι πιο τολμηρό για έναν ξένο στην Κωνσταντινούπολη, απ' το να καταφέρει να "κόψει" τη ροή των χιλιάδων ανθρώπων που περπατάνε στην οδό Πέρα και να περάσει απέναντι. Πραγματικά είναι ίσως ευκολότερο να διασχίσει κανείς έναν ορμητικό ποταμό, από τη μια όχθη στην άλλη, παρά να διασχίσει το συγκεκριμένο δρόμο πλάτους πολλών μέτρων και σε ώρα αιχμής, δηλαδή πάντα. Οι επόμενες ημέρες κύλησαν με τον ίδιο σχεδόν τρόπο. Περπατούσα και φωτογράφιζα, αν και το πρώτο δεν το θυμάμαι για να πω την αλήθεια. Σήμερα, 3 χρόνια μετά, ξέρω πως το μόνο που έκανα όσο ήμουν εκεί ήταν να ανταλλάσσω τις πανάκριβες στιγμές του ταξιδιού, με φτηνές αποτυπώσεις μερικών από δαύτες στη μηχανή μου. Την Πόλη δεν την έζησα. Κράτησα μόνο μερικά ψίχουλα αναμνήσεων, τα οποία ίσα που ξεπετάγονται από μερικές εικόνες, τώρα που τις ξαναβλέπω.  

Φωτογραφίες: Γιάννης Στρατουδάκης