έκθεση φωτογραφίας της Νανάς Καραμαγκιώλη και του Χρήστου Κοψαχείλη στη γκαλερί Κέννεντυ της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης
Η Ελληνοαμερικανική Ένωση και το Hellenic American College (HAEC) σε συνεργασία με τον «Φωτογραφικό Κύκλο» παρουσιάζουν την πέμπτη έκθεση από τη σειρά που τιτλοφορείται «Φωτογραφικά ζεύγη».
Στη σειρά εκθέσεων Φωτογραφικά Ζεύγη παρουσιάζεται η δουλειά δυο φωτογράφων και μελών του «Φωτογραφικού Κύκλου», των οποίων οι δρόμοι της ζωής ή της φωτογραφίας συναντώνται με κάποιο τρόπο. Μπορεί να είναι συγγενείς ή μπορεί να είναι αχώριστοι φίλοι. Μπορεί το θέμα της φωτογραφίας τους να είναι κοινό ή μπορεί και η καλλιτεχνική τους προσέγγιση να είναι όμοια. Μπορεί όμως να συνδέονται και μέσα από την ουσιαστική διαφορά μιας φαινομενικά όμοιας δουλειάς. Έτσι, ο διάλογος των εκάστοτε δύο καλλιτεχνικών προτάσεων θα επεκτείνεται νοερά και πέρα από τις αναρτημένες φωτογραφίες, αφού η σχέση των ίδιων των φωτογράφων αλλά και των προτάσεών τους θα προκαλεί τις αναζητήσεις ταυτίσεων και αποστάσεων.
Η πέμπτη αυτή έκθεση παρουσιάζει φωτογραφίες της Νανάς Καραμαγκιώλη και του Χρήστου Κοψαχείλη και εγκαινιάζεται την Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015 στις 19:30, στην γκαλερί Κέννεντυ της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης.
Την σειρά επιμελείται ο θεωρητικός της φωτογραφίας και ιδρυτής του «Φωτογραφικού Κύκλου», Πλάτων Ριβέλλης.
Στοιχεία για τους φωτογράφους από τον Πλάτωνα Ριβέλλη
«Η Νανά Καραμαγκιώλη και ο Χρήστος Κοψαχείλης είναι ανάμεσα στα πρώτα-πρώτα μέλη του Φωτογραφικού Κύκλου από την ίδρυσή του το 1988.
Η Νανά, σήμερα σύζυγός μου, ήταν η πρώτη μου μαθήτρια και από την ίδρυση του Κύκλου μέχρι σήμερα η αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του.
Ο Χρήστος, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου επίσης, ασχολήθηκε από την ίδρυση του Κύκλου μέχρι και σήμερα, παράλληλα με τη κύρια επαγγελματική του απασχόληση, με τη διδασκαλία της φωτογραφίας.
Μπορεί και οι δυο τους να έχουν πάρει μέρος σε όλες τις ομαδικές εκθέσεις του Κύκλου και να έχουν κάνει και ατομικές εκθέσεις, αλλά η φετινή δίδυμη έκθεσή τους στην Ελληνοαμερικανική Ένωση φέρει το ιδιαίτερο στίγμα του χρόνου, ο οποίος μέσα από τις φωτογραφίες τους υπογραμμίζει τις ομοιότητες και τις διαφορές μιας κοινής και παράλληλης πορείας. Τους συνδέουν πράγματι πολλά. Και πριν από όλα η μακρόχρονη φιλία τους και η εξίσου μακρόχρονη στενή και πιστή σχέση τους με τον «Φωτογραφικό Κύκλο». Τους συνδέει επίσης και η φωτογραφική τους μέθοδος. Και οι δυο τους έχουν εργαστεί φωτογραφικά χωρίς φανφάρες και υπερβολές, χωρίς να διαγκωνιστούν για προσωπική προβολή -την οποία μάλιστα θα δικαιούνταν περισσότερο από πολλούς άλλους- παράγοντας διακριτικά και αθόρυβα ένα προσωπικό έργο, μικρό μέρος του οποίου εκτίθεται στην έκθεση αυτή.
Οι φωτογραφίες τους αυτές είναι η απόλυτη και ειλικρινέστερη έκφραση της δικής τους προσωπικότητας και δεν είναι υπερβολή να ισχυριστώ ότι, αν ενδεχομένως μπορεί να ανιχνευθεί μια έμμεση επιρροή πάνω στο έργο πρώην μαθητών μου, κάτι τέτοιο δύσκολα διακρίνεται στο έργο της Νανάς και του Χρήστου, ίσως διότι όταν είσαι πολύ κοντά σε κάποιον η επιρροή εξουδετερώνεται από τον συγχρωτισμό.
Οι δύο όμως φωτογράφοι διακρίνονται μεταξύ τους από έντονες ιδιαιτερότητες.
Η Νανά Καραμαγκιώλη εκδηλώνει, ιδιαίτερα μάλιστα με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της που αποτελούν και το μεγαλύτερο κομμάτι της φωτογραφικής παραγωγής της, ισχυρά, συγκεκαλυμμένα, αντιφατικά και περίπλοκα συναισθήματα. Καλοσύνη, αδιόρατη μελαγχολία και δίψα για ομορφιά. Έχει ιδιαίτερα δουλεμένες φόρμες, οι οποίες όμως υποτάσσονται πλήρως στα προαναφερθέντα συναισθήματα και λειτουργούν διακριτικά σε δεύτερο επίπεδο. . Το πέρασμά της στις έγχρωμες φωτογραφίες, που επέλεξε να μη δείξει στην έκθεση αυτή, ελάφρυνε το βλέμμα της, μείωσε τη θλίψη της και ενίσχυσε τη θετική ματιά της πάνω στα πράγματα που επιλέγει να φωτογραφίσει.
Ο Χρήστος Κοψαχείλης ήταν πάντα πιο φορμαλιστικός και πιο ερμητικός ή απόμακρος. Ιδιαίτερα στις παλιότερες και ασπρόμαυρες φωτογραφίες του που επέλεξε να μη δείξει στην έκθεση αυτή. Όταν όμως πέρασε και αυτός στο χρώμα απέδειξε ότι μπορεί θαυμάσια να υπάρχει μια συνέχεια μέσα από την αλλαγή. Η φόρμα παρέμεινε το προνομιακό του πεδίο, αλλά επέτρεψε στο χρώμα να ελαφρύνει τη σύνθεση και να κάνει τη ματιά του πιο παιγνιώδη. Στις έγχρωμες η ωριμότητα των χρόνων πρόσθεσε ελευθερία χωρίς να κινδυνεύσει από ελαφρότητα.»