αναδρομική έκθεση φωτογραφίας του Μισέλ Φάις
Η φωτογραφική διάσταση στο έργο του Μισέλ Φάις δεν είναι μια παράπλευρη δράση, ένα δημιουργικό πάρεργο, μια μονομερής εκφραστική δυνατότητα,είναι μέρος, διαδικασία και αναπόσπαστο κομμάτι του λογοτεχνικού και του θεατρικού εργαστηρίου γραφής του.Από τις ταφικές φωτογραφίες (Ύστερο βλέμμα, 1996) έως την τελευταία του έκθεση (Κτερίσματα, 2013), ο συγγραφέας, μέσω της φωτογραφικής του κάμερας, αποδελτιώνει, συμπληρώνει, εμπλουτίζει τη διαδρομή και την ωρίμανση ενός βλέμματος που αποτυπώνεται όχι μόνο στα βιβλία του ή στις θεατρικές παραστάσεις του, αλλά διαπερνά και διαμορφώνει αυτό καθαυτό το βλέμμα της γραφής του.
Νεκροί, άστεγοι, αυτοβιογραφικά κάτοπτρα (Καΐμη, Βιζυηνός), καλοκαιρινή ραστώνη, σεξουαλικό πένθος. Έξι εκθέσεις σε μια εικοσαετία (υπάρχει και δείγμα από τη νέα, έγχρωμη φωτογραφική περίοδο του συγγραφέα), έξι χνάρια μιας «σπασμένης» ιστορίας σε ασπρόμαυρες εικόνες.
Το Σάββατο 6 Φεβρουαρίου στις 12:30, η Ελένη Παπαργυρίου (διδάκτορας φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης), που μελετά τη σχέση λογοτεχνίας και φωτογραφίας, θα συνομιλήσει με τον Μισέλ Φάις με αφορμή την αναδρομική έκθεση φωτογραφίας του «Σπασμένο βλέμμα (1996-2016)» που φιλοξενείται στην γκαλερί του βιβλιοπωλείου Πλειάδες.
Γράφει ο συγγραφέας στον κατάλογο της έκθεσης:
«Αναμφίβολα σε ζητήματα αμεσότητας και πιστότητας η φωτογραφία παίρνει κεφάλι, έναντι της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής. Γι’ αυτό ακριβώς μ’ ενδιαφέρουν οι φωτογραφίες που έχουν αρρωστήσει από το πάθος της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής. Με άλλα λόγια, οι φωτογραφίες που πασχίζουν να φανερώσουν κάτι που δεν υπάρχει, ένα νόημα που αναπνέει εξαιτίας της προνομιακής του αδυναμίας να αιχμαλωτιστεί από τα μάτια.
Αν δεχτούμε λοιπόν ότι κάθε πρόσωπο, αντικείμενο ή τοπίο στη λογοτεχνία αναπνέει και υπάρχει χάρη στην αδυναμία μας να το δούμε, θα έλεγα, συμμετρικά, ότι κάθε πρόσωπο, αντικείμενο ή τοπίο στη φωτογραφία αναπνέει και υπάρχει όταν χάνει την υλικότητά του όχι στο όνομα κάποιου συμβολισμού ή τεχνικής εξαΰλωσης, αλλά στο όνομα της αναπαράστασης ενός κάποιου ψυχανεμίσματος, ενός βλέμματος που μεσιτεύει ανάμεσα στο όνειρο, στη λήθη ή στην απώθηση, μ’ έναν τρόπο όμως αδρό, τραχύ, σχεδόν σωματικό, σαν να ανεβάζουμε κάτι απότομα από τον βυθό της ύπαρξης.
Με δυο λόγια πηγαίνουμε από τον ρεαλισμό του αντικειμένου στον ρεαλισμό της επιθυμίας».