δεύτερη έκδοση του βιβλίου του Βασίλη Καρκατσέλη
Τα καταλύματα Elounda Art Traditional Villas προχώρησαν στην δεύτερη έκδοση του βιβλίου Περί της φωτογραφικής τέχνης και άλλων δαιμονίων του Βασίλη Καρκατσέλη, με αφορμή την έκθεσή του στον χώρο.
Η έκδοση αυτή περιλαμβάνει το πρώτο μέρος της συζήτησης του Βασίλη Καρκατσέλη με τον Αλέκο Σταματουλάκη και τον Σώτο Ζαχαριάδη. Η συζήτηση έγινε για τις ανάγκες της τριακοστής συνέχειας της τηλεοπτικής εκπομπής του Αλέκου Σταματουλάκη ‘’Κάντο όπως ο ηγέτης’’, στο εργαστήριο του Σώτου Ζαχαριάδη, στις 8 Δεκεμβρίου του 2010, με αφορμή το Ανοικτό Εργαστήριο που έστησε ο πρώτος με τίτλο ΜΗΤΕΡΑ ΘΕΣΑΛΟΝΙΚΗ, στον χώρο THE X-ART-I GALLERY της Θεσσαλονίκης.
Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο
ΒΚ. Όπως ο ζωγράφος έχει τον λευκό μουσαμά ή έναν μουσαμά με προσχέδια, πάνω στον οποίο θα δουλέψει, έτσι και ο φωτογράφος, αντί για σε αυτόν τον μουσαμά, έχει την εκτυπωμένη και όλας φωτογραφία του (πάνω στην οποία θα δουλέψει). Αυτή την φωτογραφία μπορεί να την κάψει, μπορεί να την λιώσει, μπορεί να επηρεάσει με χημικά την ουσία της χημικής της σύνθεσης, μπορεί να ρίξει επάνω της άλλες ουσίες, μπορεί να την ζωγραφίσει ή να προσθέσει μπρος της ή πίσω άλλα αντικείμενα, να την μετατρέψει σε μέρος άλλου έργου ή εγκατάστασης, να την κόψει σε λουρίδες, να κολλήσει την μία πάνω στην άλλη, να την συσκευάσει, να φτιάξει, γενικά, ότι θέλει, (ότι του χρειάζεται), ότι μπορεί να φανταστεί. Η φωτογραφία, έτσι, δεν τελειώνει την ώρα του κλικ, δεν τελείωσε την ώρα της εκτύπωσής της, αλλά, δεν ξέρω αν τελειώνει και ποτέ.
ΑΣ. Έχει μία διάρκεια. Μπορεί να αγγίξει την αιωνιότητα. Ο φωτογράφος και αν φύγει, αφήνει πίσω του μία φωτογραφία, που με αυτόν τον τρόπο, διαχέεται στο σύμπαν.
ΒΚ. Ναι, αυτή η τρίτη δυνατότητα της φωτογραφίας είναι και η πιο συγκλονιστική απέναντι στη συμμετοχή της στο είναι.
Αν εγώ φτιάξω μία πολλή καλή (κλειστή) φωτογραφία, με καταπληκτική σύνθεση, και αυτή την φωτογραφία την εκθέσω όπως πρέπει να την εκθέσω, στις διαστάσεις που θα έπρεπε, με τον τρόπο που θα έπρεπε, με το αντιόξινο πασπαρτού ή όχι, όπως θα ήθελα και εκεί που θα της ταίριαζε, θα την προσέγγιζε το κοινό με ένα ουάου, θα βίωνε τη συμμετοχή του στην θέαση του έργου σαν σπουδαίο γεγονός, θα αναγνώριζε ένα έργο. Θα θυμόταν ότι και αυτός (ο θεατής) βγάζει φωτογραφίες, αλλά εδώ (στον τοίχο) έχουμε (θα έλεγε μπροστά σε ένα τέλειο έργο) κάτι σημαντικό. Η προσωπικότητα του θεατή (απέναντι σε μία πλήρη και παγιομένη φωτογραφία) συντρίβεται αναγνωρίζοντας αυτό που βλέπει, το αισθάνεται μέσα του σαν σπουδαίο (έργο τέχνης), χαίρεται που συναντήθηκε μαζί του, αλλά ο ίδιος μικραίνει. (πχ όταν στέκεται μπροστά στα έργα του Σαλγκάδο)Αντίθετα, στις διαδραστικές μεταφωτογραφίες, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως, στη φωτογραφία δηλ. που δεν τελειώνει με την εκτύπωση της φωτογραφίας, αλλά συνεχίζει το ταξίδι της περεταίρω, για καινούργιους κόσμους, έχω την αίσθηση, και έτσι προσπαθώ να λειτουργεί το δικό μου το έργο, ο θεατής δε νοιώθει τη συντριβή που νοιώθει όταν (βρίσκεται) μπροστά στο τέλειο έργο, (αντιμέτωπος με κάτι) που του παρουσιάζεται σαν τέλειο αριστούργημα. Σε αυτή την διαδικασία δυνατοτήτων για μετά την φωτογραφία μεταφωτογραφία, ο θεατής έχει την αίσθηση, ότι μπορεί και αυτός να συνεχίσει (το ταξίδι της), μπορεί και αυτός να κόψει, ότι μπορεί και αυτός να προσθέσει κάτι δικό του, και αφού κουνιέται η φωτογραφία, μήπως μπορώ και εγώ να την πειράξω; Σκέφτεται. Δηλαδή δεν αποκλείει τον εαυτό του από το να εμπλακεί σε κάτι για ένα καλλίτερο έργο. Συμμετέχει. Και όταν συμμετέχει ο θεατής, τότε μπορεί να μιλήσει καλλίτερα με το έργο, και όταν έχει μιλήσει με το έργο, μπορεί να αναπτύξει διάλογο και με τον καλλιτέχνη, και τότε σιγά – σιγά αποκτά κριτήρια και απαιτεί να ακούγεται η φωνή του, συμμετέχει δηλαδή στην κοινωνία, μέσα από πολύ πιο σύνθετες και απαιτητικές φόρμες.
ΑΣ. Ας αρχίσουμε να μειώνουμε λίγο τα συμπαντικά όρια της συμπαντικής σου τέχνης και να προχωρήσουμε σε κάτι πιο συγκεκριμένο, τον Έλληνα φωτογράφο, ώστε να φτάσουμε στη συνέχεια και στον φωτογράφο Βασίλη Καρκατσέλη. Είναι δύσκολο, σήμερα, στην Ελλάδα να είσαι φωτογράφος;
ΒΚ. Πριν ξεκινήσουμε, να πούμε ότι υπάρχουν τρία είδη φωτογράφων. Το πρώτο είναι αυτοί που ονομάζουμε επαγγελματίες φωτογράφους. Αυτοί που δουλεύουν στη διαφήμιση, στα έντυπα, αυτοί που εκτελούνε παραγγελίες, που πραγματοποιούν εντολές του εργοδότη ή του αφεντικού. Σε αυτούς έχουμε καλούς και κακούς, όπως σε όλα τα επαγγέλματα. Αυτή η κατηγορία, ίσως εξ αιτίας της πληθώρας των φωτογράφων που κυκλοφορούν στην αγορά, ίσως εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης, δεν πάει και πολύ καλά.
Δεύτερη κατηγορία φωτογράφων. Αυτοί τους οποίους ονομάζουμε ερασιτέχνες φωτογράφους. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσουμε όσους είναι ενταγμένοι σε λέσχες (αν και όχι υποχρεωτικά) και προσπαθούνε να δούνε τη φωτογραφία λίγο πιο σοβαρά., που ασχολούνται ιδιαιτέρως με τη φωτογραφία, που συμμετέχουν σε διαγωνισμούς και εκθέσεις. Και αυτοί βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σημείο, αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους. Η επιβολή ενός συγκεκριμένου τύπου φωτογραφίας και η ισοπέδωση της εικόνας από τα ΜΜΕ, δημιουργεί στο μυαλό του καθένα μας κάτι, που δε μας βοηθάει καθόλου να περάσουμε σε μία πιο σύνθετη αντιμετώπιση της φωτογραφίας, πέραν της καταγραφής, της απεικόνισης συμβάντος, του ντοκουμέντου. Δεν τους αφήνει να ασχοληθούν σοβαρότερα με την ουσία της φωτογραφίας, με το ίδιο το φωτογραφικό μέσον και τις αξίες του. Σήμερα για παράδειγμα, τα δύο μηνιαία φωτογραφικά περιοδικά που κυκλοφορούν, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά άθλιες καταχωρήσεις διαφημίσεων και αφανής προώθηση προϊόντων. Όταν αυτά τα περιοδικά παρουσιάζουν πορτφόλιο φωτογράφων, δεν δείχνουν φωτογραφίες σημαντικές, αλλά φωτογραφίες που απευθύνονται στη μεγάλη μάζα των φωτογράφων, σε αυτούς τους κάτω του μέσου όρου, Δεν προβάλουνε τίποτε σοβαρό, δεν μιλάνε ποτέ για κάτι σημαντικό. Δεν διανοούνται ότι θα μπορούσανε να θίξουνε την ουσία της φωτογραφίας σαν τέχνη ή μορφή έκφρασης. Απευθύνονται, στη βία, στο ένστικτο, με αποτέλεσμα, αυτοί οι κακόμοιροι (ερασιτέχνες) φωτογράφοι που επιθυμούν διακαώς κάτι άξιο να πράξουν, να μην έχουνε που να στηρίξουνε την αυτομόρφωσή τους.
Τρίτη κατηγορία. Εδώ εντάσσω φωτογράφους σαν εμένα, αυτούς που έχουν ξεχωρίσει τη δημιουργική φωτογραφία από το επάγγελμα, αν και την αντιμετωπίζουν επαγγελματικά, και ταυτόχρονα, δεν την αντιμετωπίζουν σαν ερασιτέχνες. Εντάσσω αυτούς που γνωρίζουν το πόσο σημαντική είναι η έρευνα για την ουσία της φωτογραφίας και το τι φωτογραφίζει η φωτογραφία σήμερα. Αυτούς που αναγνωρίζουν την αξία της πειραματικής εργασίας για το πώς φωτογραφίζει και μιλάει η εικόνα, τη δημιουργική δουλειά. Ούτε αυτή η κατηγορία βρίσκεται στα καλλίτερά της, διότι αυτά τα οποία κάνει, αυτά με τα οποία ασχολείται, δεν έχουν ανταπόκριση στο πλατύ κοινό. Το κοινό της είναι πολύ εξειδικευμένο και για τούτο μικρό. Η δουλειά μας δεν βρίσκει πρόσβαση στα περιοδικά για να διαδοθεί. Οι εφημερίδες δεν ενδιαφέρονται επίσης. Άρα η βάση για μια δομή της επικοινωνίας με τρίτους, πάνω στην οποία θα μπορούσαμε να στηρίξουμε το έργο μας και να πολλαπλασιάσουμε τα κανάλια επικοινωνίας με το κοινό μας, δεν υφίσταται. Την ίδια στιγμή, το έργο μας δεν αγοράζεται (για αναχρηματοδότηση των προσπαθειών). Οι πειραματικές φωτογραφικές εργασίες, χωρίς πλατύ κοινό, είναι πολύ δύσκολο να βρούνε διέξοδο προς αυτό που ονομάζουμε αγορά. Σε σχέση με άλλα είδη φωτογραφίας, είναι πολύ δύσκολο να κρεμαστούνε σε ένα τοίχο. Άρα, ούτε αυτή η κατηγορία περνάει καλά.
Γι αυτό, η απάντηση στο ερώτημα (που τέθηκε) είναι, πως η φωτογραφία (σε όλες τις βαθμίδες της) βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο της ιστορίας της. Ίσως αυτή η κατάσταση έκτακτης ανάγκης να είναι χρήσιμη, διότι ήλθε η ώρα, ο καθένας να σκεφτεί πιο σοβαρά αυτό που κάνει, και έτσι να προκύψει
Το βιβλίο αποστέλλεται δωρεάν σε όποιον το επιθυμεί, μόνο με αντικαταβολή για τα ταχυδρομικά έξοδα 6 ευρώ.