εικαστική έκθεση στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων
Ο Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων και η Εταιρεία Μελέτης Πολιτισμικής Ετερότητας διοργανώνουν σειρά εκδηλώσεων με θέμα: «Η ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΑΓΗΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ» που θα πραγματοποιηθούν στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων από 3 έως 11 Μαΐου 2010.
Θεοφαγία ονομάζει ο θεωρητικός του θεάτρου Jan Kott το φάγωμα των θεών -τις τελετουργικές εκείνες πράξεις που περιγράφονται στους μύθους ή στις τραγωδίες όπου οι άνθρωποι γίνονται βορρά των θεών, αλλά και οι ίδιοι οι θεοί μετατρέπονται σε θηράματα θεών και ανθρώπων.
Η συμβολική διάσταση του «τρώω» υπεισέρχεται συχνά μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις μ' έναν τρόπο δραματικό: οι φράσεις «τρώγονται μεταξύ τους», «τρώγεται με τον εαυτό του», «τον έφαγε με το βλέμμα», αφορούν πλήθος σχέσεων, κοινωνικών, οικογενειακών, ερωτικών μέσα σε πόλεις και περιβάλλον εξ’ ίσου ανθρωποφαγικό. Ταυτόχρονα η συμβολική διάσταση του φαγητού υφαίνει τις θρησκευτικές παραδόσεις, τη μυθολογία, τις ημερομηνίες, τον κοινωνικό ιστό, τις ίδιες τις ανθρώπινες σχέσεις από το Κυριακάτικο τραπέζι ως τον Μυστικό Δείπνο και από τις θεοφαγίες ως το Δείπνο της Μπαμπέτ. Αυτές όλες τις διαστάσεις, (παράλληλα με σοβαρές διαταραχές που αφορούν την πρόσληψη τροφής, τα εγκλήματα ανθρωποφαγίας, την απεργία πείνας,…) θα επιχειρήσει να αναδείξει η φετινή εκδήλωση μέσα από τις προαναφερόμενες δραστηριότητες.
Επιμέλεια Εικαστικής Έκθεσης: Πηνελόπη Πετσίνη
Συμμετέχουν:
Θράσος Αβαριτσιώτης
Γιάγκος Αθανασόπουλος
Ελένη Αρνίδη
Βασίλης Βασίλη
Ανδρέας Βούσουρας
Γιάννης Γιαννακόπουλος
Κυβέλη Ζαχαρίου
Γιάννης Ζιώγας
Χριστίνα Κάλμπαρη
Δημήτρης Καλοκύρης
Ελένη Καλοκύρη
Pat Kaufman
Nικόλας Κληρονόμος
Πάνος Κοκκινιάς
Μιχάλης Μανουσάκης
Γιώργος Μάκκας
Δημήτρης Μουζακίτης
Νίκος Παναγιωτόπουλος
Βαρβάρα Παπαδοπούλου
Μαρία Παυλάκη
Μάριος Ποντίκας
Μανώλης Σκούφιας
Έρη Σκυργιάννη
Γιάννης Σταθάτος
Ναταλία Σταμοπούλου
Γιάννης Τζώρτζης
Δημήτρης Τσατσούλης
Ομάδα Κέντρο - Απόκεντρο
ΘΕΟΦΑΓΙΑ ή αυτό εδώ δεν είναι φαγητό
Κι αυτά τα λόγια πρώτα μου αφηγήθηκαν οι Μούσες οι Ολύμπιες, οι κόρες του Δία του Αιγίοχου: «πως εμείς οι αγριοβοσκοί, οι ξεδιάντροποι, που είμαστε μόνο κοιλιές, ξέρουμε ψέμματα πολλά να λέμε που μοιάζουν με αλήθειες, αλλά ξέρουμε, αν το θέλουμε να λέμε και την αλήθεια».
Ησίοδος, Θεογονία
Παρότι στενά συνδεδεμένη με τη μυθολογία και τη θρησκεία, αν και θεμελιώδης διάσταση της ιστορικότητας του ανθρώπου αλλά και της ίδιας του της ανθρώπινης υπόστασης όπως ανέφερε προηγουμένως ο Φ.Καγγελάρης, η θεοφαγία δεν «ονομάζεται» παρά αρκετά αργά στην ιστορία της ανθρωπότητας. Έως σήμερα, απουσιάζει ως λέξη από τα περισσότερα λεξικά παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και αυτών της αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας. Μια πιθανή αιτία αυτής της παράλειψης, ισχυρίζεται ο Ν.Νικολαϊδης[i], είναι ότι η δημιουργία του όρου θεοφαγία θα ισοδυναμούσε με την παραδοχή της ίδιας της πράξης και ταυτόχρονα την ομολογία της ύπαρξης μιας επιθυμίας που προκαλεί τη φαντασίωση της θεοφαγίας. Η δημιουργία μιας λέξης ουσιαστικά σημαίνει τη νομιμοποίηση μιας πράξης ή μιας επιθυμίας κι οι Έλληνες «υστερικά απέφυγαν αυτόν τον πειρασμό».
Είναι εντυπωσιακό το ότι ενώ ο όρος θεοφαγία αποφεύγεται τόσο προσεκτικά, ταυτόχρονα, το σύνολο της ελληνικής μυθολογίας βρίθει θεοφαγικών παραδειγμάτων, ξεκινώντας από την ίδια τη θεογονία/κοσμογονία τόσο του Ησίοδου όσο και την Ορφική: ο Κρόνος καταπίνει τα παιδιά του για να διατηρήσει την εξουσία του, οι Τιτάνες κατασπαράζουν το Διόνυσο Ζαγρέα, ο Δίας καταβροχθίζει την ερμαφρόδιτη σύζυγό του Μήτιδα ή Φάνητα κι έτσι γίνεται παντοδύναμος και κυρίαρχος των πάντων. Με δεδομένο ότι οι θεογονίες δεν καταγράφουν μόνο την εξελικτική πορεία του κόσμου αλλά κυρίως επιχειρούν να εξηγήσουν τις δυνάμεις που συγκρατούν την ενότητά του και τη θέση του ανθρώπου μέσα σε αυτόν, είναι φανερό το πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η έννοια της θεοφαγίας στον ανθρώπινο πολιτισμό[ii].
Η ανθρωποφαγία, φαντασίωση αναπόσπαστα συνδεδεμένη με αυτήν της θεοφαγίας, ενέπνεε την ίδια φρίκη στους Έλληνες: Οταν ο βασιλιάς Δαρείος, γράφει ο Ηρόδοτος, ρώτησε τους Έλληνες με πόσα χρήματα θα δέχονταν να φάνε τους γονείς τους όταν αυτοί θα πέθαιναν, εκείνοι σοκαρισμένοι του είπαν ότι δεν θα το έκαναν αυτό με τίποτα. Ύστερα κάλεσε τους Ινδούς Καλατίες και τους ρώτησε με πόσα χρήματα θα δέχονταν να κάψουν στην πυρά τους νεκρούς γονείς τους αντί να τους τρώνε· κι εκείνοι έβαλαν τις φωνές και του ζήτησαν να σωπάσει[iii]. Ο κανιβαλισμός νοείται ως κανιβαλισμός μόνο σε ένα πολιτισμό που τον αναγνωρίζει ως τέτοιο. Ταυτόχρονα, βέβαια, επιβάλλεται ως φαντασιακή αναπαράσταση του Άλλου, ενός Άλλου εκ πρωιμίου απολίτιστου, υπανάπτυκτου, κατώτερου και βάρβαρου. Είναι πλέον αρκετοί οι θεωρητικοί[iv] που ισχυρίζονται ότι οι Δυτικοί της περιόδου των ανακαλύψεων προϋπέθεταν ήδη ότι οι ιθαγενείς που συναντούσαν επιδίδονταν σε ακατανόητες πράξεις αγριότητας, με εξέχουσα αυτή της ανθρωποφαγίας. Kαι, όπως υποστηρίζει κι ο William Arens[v], ο κανιβαλισμός λειτούργησε και ως ένας ακόμη μύθος που χρησιμοποίησαν οι Ευρωπαίοι για να δικαιολογήσουν «λογικές» πράξεις όπως η αποικιοκρατία, το δουλεμπόριο και η γενοκτονία.
Η έκθεση, λοιπόν, που παρουσιάζεται εδώ, έχει μια εγγενή ιδιομορφία: αναπτύχθηκε ουσιαστικά γύρω από μια ακατανόμαστη έννοια, αφορά και στηρίζεται σε έναν αποκλεισμένο Λόγο, έχει στον τίτλο της μια «ανύπαρκτη» λέξη. Ως τέτοια, αποτελείται κυρίως από έργα που έγιναν μετά από πρόσκληση -πολλά από τα οποία είναι σε εξέλιξη τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο- ενώ τα έργα που προϋπήρχαν δεν είχαν απαραίτητα την έννοια της θεοφαγίας ή της συμβολικής διάστασης του φαγητού στο αρχικό σκεπτικό δημιουργίας τους.
Δεν ήταν λίγοι οι καλλιτέχνες που προσέγγισαν το θέμα μέσα από συμβολικές αναφορές στις τελετουργικές πράξεις που «σκηνοθετούν» και ταυτόχρονα απωθούν τη θεοφαγία. Μεταφυσικό εγκώμιο της θυσίας θα μπορούσε να αποτελεί ο πίνακας του Θράσσου Αβαριτσιώτη. Βωμό στη Μήδεια, που όπως κάθε τραγική ηρωίδα είναι «εξιλαστήριο θύμα, σημείο, σύμβολο και μορφή Μεσολάβησης», [vi] αποτελεί η εγκατάσταση του Βασίλη Βασίλη. Παιγνιώδης θυσία σε θεούς που προτιμούν καραμέλες αντί για αιματοβαμένα σφάγια θα μπορούσε να είναι η εγκατάσταση-τοτέμ της Έρης Σκυργιάννη. Αρχαιολογικό τεκμήριο μιας άγνωστης τελετουργίας το κουφάρι του ζώου στη φωτογραφία του Γιάννη Σταθάτου. Αναφορά στην χριστιανική παράδοση του Μυστικού Δείπνου αποτελεί το έργο του Νικόλα Κληρονόμου, το οποίο δομείται συνθετικά ώστε να αναπαριστά τη σχέση του παρόντος-επιστητού (το τραπέζι στο κεντρικό τμήμα του έργου) με τις έννοιες υπέρ (ο Μυστικός Δείπνος, με αναφορά στο Da Vinci και στο Θεοφάνη, στο επάνω τμήμα) και υπό (ο συμβολισμός του ασυνείδητου στο κάτω). «Ο οίνος», γράφει ο ίδιος, «το μόνο χρώμα του έργου, συνδέει νοηματικά το θείο με το ανθρώπινο δράμα». Ο ιχθύς, σύμβολο που χρησιμοποιείται ευρέως στις θρησκευτικές τελετουργίες, αλλά και ως σύμβολο θεοτήτων από την Παγανιστική Μεγάλη Μητέρα και το Νεμρώδ των Βαβυλωνίων ως τον Ιανό των Ρωμαίων και φυσικά τον Ιησού, κυριαρχεί στο έργο της Ελένης Καλοκύρη. Αδύναμοι και εξασθενημένοι εμφανίζονται οι συνήθως παντοδύναμοι θεοί σε κάποια έργα, υποψήφια θύματα σε επιβλητικές και πολυμήχανες θεο-παγίδες για την Pat Kaufman ή έρμαια στα χέρια ενός αδηφάγου όχλου αρσενικών όπως η ταλαίπωρη Αφροδίτη της Μήλου στο κολάζ του Δημήτρη Καλοκύρη.
Στην ωμοφαγία, ακραία έκφραση της διονυσιακής λατρείας (που για τους ψυχαναλυτές εκφράζει την παλινδρόμηση της στοματικής ευχαρίστησης) καταφεύγει ο Γιάγκος Αθανασόπουλος, θυμίζοντάς μας τη βασική δυαδική αντίθεση ωμού - ψημένου του Levi-Strauss. Σε παρόμοιο ύφος και η Ελένη Αρνίδη, η οποία σφραγίζει με το όνομά της μια αποκρουστική φωτογραφία ενός σφαγμένου αρνιού δίνοντάς της τον σχεδόν περιπαιχτικό τίτλο «Ο Αμνός του Θεού».
Η απουσία φαγητού καθορίζει την αυτοβιογραφική σειρά Home του Πάνου Κοκκινιά, που έγινε πολλά χρόνια πριν και σε μια δύσκολη γι’ αυτόν ψυχολογική περίοδο την οποία χαρακτήριζαν και οι διατροφικές διαταραχές. Ο Μανώλης Σκούφιας, σε μια σειρά από σκηνοθετημένα αυτοπορτρέτα, προσεγγίζει την προσωπική του σχέση με την τροφή συνδέοντάς την άμεσα με τη σεξουαλικότητα. Με τη σεξουαλικότητα ασχολούνται κι οι Μιχάλης Μανουσάκης και Ανδρέας Βούσουρας. Ο Μανουσάκης αναπαριστά την ηδονιστική έκφραση ωμού ερωτισμού σχεδόν μέσα από τον ορισμό της ανθρωποφαγίας: σαν μια τελετουργία περιπλάνησης «υπό το κράτος των ενστικτωδών ενορμήσεων.»[vii] Στο έργο του Βούσουρα, ο πασίγνωστος προικισμένος πορνοστάρ των ‘70s John Holmes καλύπτει ένα τραπέζι, με ηχητική επένδυση την κραυγή “Oh my God!” των παρτενέρ στις ταινίες του.
Τον έρωτα προσεγγίζει η Βαρβάρα Παπαδοπούλου, ως υπόσχεση ανέμελης χαράς και ελαφρότητας που καταλήγει να μας «ξεράσει» ευάλωτους, απροετοίμαστους και ανυπεράσπιστους: «Τη στιγμιαία ευφορία και αχρονία της ολίσθησης», γράφει, «διαδέχεται, με θηριώδη ευκολία και ταχύτητα, η εγκατάλειψη και η μοναξιά στο χιόνι.» Το αδηφάγο βλέμμα σχολιάζουν οι εικόνες του Γιάννη Γιαννακόπουλου, μέσα από τον φαινομενικά παράλογο συσχετισμό της επιθυμίας με την πρωτείνη -ένα από τα δομικά συστατικά της τροφής, ενώ ο Γιάννης Ζιώγας στρέφεται στον καλλιτέχνη που τρέφεται (και ικανοποιείται) με τον εαυτό του.
Τη σκοτεινή πλευρά της παιδικής ηλικίας αναπαριστά η Χριστίνα Κάλμπαρη, που, μακρυά απ΄την υποκρισία της οικογενειακής βιτρίνας και τις ρομαντικές και ωραιοποιημένες θεωρήσεις, είναι σκληρή, αδηφάγα και προπάντων προορισμένη να παραμείνει κρυφή. Τις μανάδες που υπάρχουν ως τέτοιες επειδή έχουν καταβροχθίσει τα παιδιά τους μοιάζει να σχολιάζει η Μαρία Παυλάκη. Το τελετουργικό του οικογενειακού φαγητού μελετά ο Γιώργος Μάκκας, η συμβολική διάσταση του οποίου είναι παραπάνω από προφανής. Το οικογενειακό γεύμα όχι μόνο αντανακλά τις οικογενειακές σχέσεις, αλλά αποτελεί και έναν ενεργό μηχανισμό άμυνας που διατηρεί την οικογενειακή ενότητα, πόσο μάλλον σε μια καθολική κοινωνία όπως είναι η Πολωνική, την οποία καταγράφει ο Μάκκας. Ενότητα που κατακρεουργεί ο Δημήτρης Τσατσούλης στο έργο του Family Home Video, στο οποίο παρουσιάζει την σταδιακή, σχεδόν τελετουργική αποδόμηση-καταστροφή των φωτογραφιών των γονιών του.
Η Ναταλία Σταμοπούλου ενσωματώνει την ίδια την τροφή στο κατασκευασμένο με μπαχαρικά και λευκό χρώμα έργο της και μέσω της τεχνικής του dripping επιχειρεί να εκφράσει την πολυπλοκότητα των δικτύων των ανθρώπινων σχέσεων. «Οι σχηματισμοί», γράφει, «προσδιορίζονται και παίρνουν πραγματική διάσταση με την επιθυμία – πρόσχημα – ανάγκη του φαγητού» ενώ οι συσχετισμοί που προκύπτουν «πραγματώνονται μέσω της επικόλλησης μπαχαρικών σε κάποιους από τους ιστούς, δίνοντάς τους υπόσταση πραγματική και συμβολική». Το «Αμύγδαλο του Κόσμου» του Οδυσσέα Ελύτη ανακαλεί ο Δημήτρης Μουζακίτης για να μιλήσει για την αναζήτηση της «αλήθειας του Κόσμου» και την «αδυναμία να ειπωθεί η τελική λέξη».
Στην κοινωνική δομή, τέλος, στρέφονται ορισμένοι από τους καλλιτέχνες. Η Ομάδα Κέντρο Απόκεντρο, ανακαλώντας την έννοια του κάθετου άξονα -τη χωρική αντίθεση του πάνω και του κάτω- γύρω από την οποία στήνει και ο Kott τους συλλογισμούς του. Ως μεταφορά του εφήμερου της βούλησης των ανθρώπων ως τροφή στη βούληση του χρόνου θα μπορούσε να δει κανείς την εικόνα του Γιάννη Τζώρτζη. Μια από τις βασικές βεβαιότητες του μύθου που προάγει το σύνολο της αρχαιοελληνικής θεογονίας και διατρέχει τη σύγχρονη ιστορία υπονομεύουν στο κοινό έργο τους οι Μάριος Ποντίκας και Νίκος Παναγιωτόπουλος: το μύθο της εξελικτικής πορείας ενός κόσμου που περνάει από ατελείς, άγριες και τερατόμορφες δυνάμεις σε τελειότερες και ημερότερες, ένα μύθο που θέλει την ανθρωπότητα να προχωρεί με αργά αλλά σταθερά βήματα προς όλο και πιο λογικές μορφές κοινωνίας[viii]. Περιγράφοντας τη σύγχρονη κοινωνία ως σφαγείο και αναπαριστώντας την μέσα από εικόνες χειρουργείων και ψυχιατρικών ιδρυμάτων, την κάνουν να μοιάζει όλο και λιγότερο λογική και ήμερη. «Αίμα; Τι αίμα; Εγώ δε μυρίζω τίποτα!» δηλώνουν στο τέλος οι άνθρωποι, υπό τους ήχους πουλιών που κελαηδούν.
Είναι ο Μύθος, τελικά, που δικαιώνει τα πάντα.
Πηνελόπη Πετσίνη
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i] Νικολαϊδης, Ν. (1994 [1988]): Θεοφαγία, Αθήνα: Εστία.
[ii] Ο μύθος, γράφει ο Παπανούτσος, λειτουργεί σαν πρωτόγονη φιλοσοφία, αποτελεί ένα σύνολο από προσπάθειες να κατανοηθεί ο κόσμος, να εξηγηθεί η ζωή και ο θάνατος, η μοίρα και η φύση με τα φαινόμενά της. Η ελληνική μυθολογία δε, θεωρείται από αρκετούς ως η μόνη που μπόρεσε να δώσει με πληρότητα το σύνολο της ανθρωπολογικής εξέλιξης (βλ. Νικολαϊδης, οπ.π.). Παπανούτσος, Ε. (1973): Γνωσιολογία, Αθήνα: Ίκαρος.
[iii] Κέλσος (1996 [178 μ.Χ.]): Αληθής Λόγος Κατά Χριστιανών, Θεσ/νίκη: Θύραθεν.
[iv] Βλ. για παράδειγμα Obeyesekere, G. (2005): Cannibal Talk: The Man-Eating Myth and Human Sacrifice in the South Seas, Berkeley: University of California Press.
[v] Arens, W. (1979 [1940]): The Man Eating Myth: Anthropology and Anthropophagy, Oxford University Press.
[vi] Kott, J. (1995): Θεοφαγία, Αθήνα: Εξάντας.
[vii] Ποταμιάνου, Α. (1988): Τα παιδιά της τρέλλας, Αθήνα: Νεφέλη
[viii] Levi-Strauss, C. (1977): Άγρια Σκέψη, Αθήνα: εκδ. Παπαζήση.