Οι τέχνες συναντούν τη Βιομηχανία

ασπρόμαυρη φωτογραφία, εργάτης περπατάει, στο βάθος το εργοστάσιο της ΔΕΗ στη Κοζάνη
· Εκθέσεις · Αθήνα // Δημοσίευση: 24 Ιαν 2013

εκθέσεις στο πλαίσιο των εγκαινίων του νέου Βιομηχανικού Μουσείου της Τεχνόπολης

Στις 27 Ιανουαρίου εγκαινιάζεται στο Γκάζι τής Πειραιώς το νέο Βιομηχανικό Μουσείο τής «Τεχνόπολης». Στο πλαίσιο αυτού τού γεγονότος διοργανώνεται και μια σειρά καλλιτεχνικών εκδηλώσεων με τον γενικό τίτλο «Οι τέχνες συναντούν τη Βιομηχανία». Μέρος αυτών των εκδηλώσεων θα είναι και δύο εκθέσεις φωτογραφίας.

Οι εκθέσεις αυτές εγκαινιάζονται την 26η Ιανουαρίου 2013 στις 12 το μεσημέρι (απαιτείται πρόσκληση για όποιον θέλει να παρευρεθεί).

Η πρώτη έκθεση είναι ομαδική με τον τίτλο «Εργάτες» και περιλαμβάνει συνολικά (περίπου) 135 φωτογραφίες. Συμμετέχουν οι φωτογράφοι:
Αλέξανδρος Βρεττάκος
Γρηγόρης Δάλλης
Δημήτρης Καρπούζης
Νίκος Μάρκου
Ανδρέας Σχοινάς

Η δεύτερη έκθεση είναι ατομική τού Πλάτωνα Ριβέλλη με τίτλο «Φωτογραφίες από τα Μουσεία τού Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς» και περιλαμβάνει 50 φωτογραφίες.

Οι εκθέσεις θα διαρκέσουν μέχρι την 23η Φεβρουαρίου.

Ο Αλέξανδρος Βρεττάκος γεννήθηκε το 1964 στην Κοζάνη, όπου ζει μέχρι σήμερα. Εργάζεται ως καθηγητής Φυσικής αγωγής και προπονητής καλαθοσφαίρισης. Κατά τη δεκαετία του 1990 δίδαξε φωτογραφία στα ΝΕΛΕ και στα ΙΕΚ Κοζάνης. Το 2002 δημιούργησε, σε συνεργασία με το Δήμο Κοζάνης, το Φωτογραφικό Εργαστήρι Φωτοδίοδος, όπου τα τελευταία εννέα χρόνια διδάσκει φωτογραφία. Έχει δείξει φωτογραφίες του σε πολλές ομαδικές και ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα.

Ο Γρηγόρης Δάλλης γεννήθηκε το 1971. Zει μόνιμα στην Κοζάνη. Εργάζεται στη ΔΕΗ. Με τη φωτογραφία ασχολείται από το 1998. Έχει δείξει φωτογραφίες του σε πολλές ομαδικές και ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα.

Ο Δημήτρης Καρπούζης γεννήθηκε το 1956 στο Ηράκλειο Κρήτης. Από το 1982 ζει στην Αθήνα. Επί τριάντα χρόνια εργάστηκε στην Ελαιουργική Εταιρεία Μινέρβα. Με τη φωτογραφία ασχολήθηκε από τα μαθητικά του χρόνια. Από το 1989 είναι μέλος τού Φωτογραφικού Κύκλου. Έχει δείξει φωτογραφίες του σε πολλές ομαδικές και ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα.

Ο Νίκος Μάρκου γεννήθηκε το 1959 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το έργο του έχει βραβευτεί και εκτεθεί σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε μουσεία και ιδρύματα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το 2003 συμμετείχε στην διεθνή έκθεση "Outlook" (Αθήνα) και το 2008 σε ομαδική έκθεση στο Théâtre de la Photographie et de l'Image (Νίκαια, Γαλλία). Το 2009 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Photoespaña. Την ίδια χρονιά το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης φιλοξένησε την φωτογραφική του εργασία “ΤΟΠΟΣ”. Το 2012 Συμμετείχε στην διεθνή έκθεση “SENCE OF PLACE” στη BOZAR (Βρυξέλες). Από το 2000 έχει δημοσιεύσει δύο φωτογραφικά λευκώματα: «Γεωμετρίες» και "COSMOS".

Ο Ανδρέας Σχοινάς γεννήθηκε το 1950 στον Πειραιά. Εργάστηκε ως σχεδιαστής αρχιτεκτονικού σχεδίου και ως φωτογράφος μέχρι το 2012, οπόταν και συνταξιοδοτήθηκε. Από το 1988 είναι μέλος τού Φωτογραφικού Κύκλου. Έχει δείξει φωτογραφίες του σε πολλές ομαδικές και ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα. Έχουν κυκλοφορήσει οι μονογραφίες με φωτογραφίες του: Γειτονιά, Μέρα γάμου και Το Γιαπί.

Πορτρέτα σε ώρα εργασίας

Συνήθως δεν συμφωνώ με ομαδικές εκθέσεις που διοργανώνονται στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης θεματικής ενότητας και ο λόγος είναι ότι έτσι κατευθύνεται ο θεατής προς μια δημοσιογραφική και αφηγηματική προσέγγιση των φωτογραφιών. Στην περίπτωση τής συγκεκριμένης έκθεσης με τον τίτλο "Εργάτες" το θέμα λειτουργεί περισσότερο σαν πρόκληση για μια σύνθετη και ταυτόχρονα πιο αφηρημένη προσέγγιση και λιγότερο σαν εργαλείο ανάγνωσης και αποκωδικοποίησης, έστω και αν η έκθεση παρουσιάζεται σε συνδυασμό με τα εγκαίνια ενός βιομηχανικού μουσείου. Η επιλογή άλλωστε των φωτογράφων και των φωτογραφιών τους δείχνει ότι η έμφαση δίνεται στο ανθρώπινο πορτρέτο και όχι τόσο στην ιδιότητα τής εργασίας, ενώ είναι επίσης φανερό ότι σχεδόν από όλες τις φωτογραφίες απουσιάζουν οι αναφορές στα στερεότυπα τής βιομηχανικής εργασίας.

Παράλληλα, η ομοιότητα των θεματικών απεικονίσεων προτρέπει τον θεατή σε μια διαδικασία διαχωρισμού και διάκρισης τού προσωπικού λόγου κάθε συγκεκριμένου φωτογράφου, κάτι δηλαδή που υπηρετεί σαφώς τη δημιουργική πρόθεση των φωτογράφων και την καλλιτεχνική ταυτότητα των φωτογραφιών τους σε αντίθεση με μια ανεκδοτολογική ή και στρατευμένη ανάγνωση.

Ο Νίκος Μάρκου είναι ο πρώτος γνωστός φωτογράφος από τη γενιά τής νέας ελληνικής φωτογραφίας που αποτύπωσε εργάτες με δημιουργική και όχι δημοσιογραφική πρόθεση. Πρόκειται μάλιστα για εργαζόμενους στο Φωταέριο Αθηνών, την εποχή που ακόμα ήταν σε λειτουργία, δηλαδή στον ίδιο χώρο που σήμερα αποτελεί τη βάση τού νέου βιομηχανικού μουσείου. Οι φωτογραφίες του γνώρισαν σημαντική προβολή την εποχή που τραβήχτηκαν (πριν από καμιά τριανταριά χρόνια) και ήταν και η ουσιαστική αφετηρία για την πολύ καλή συνέχεια στη φωτογραφική δουλειά τού Μάρκου, η οποία βέβαια στην πορεία της υιοθέτησε πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι φωτογραφίες αυτές αντέχουν στον χρόνο και παραμένουν εξαιρετικά δείγματα δυναμισμού, αμεσότητας και απλότητας, ενώ μαρτυρούν και έναν θαυμαστό έλεγχο τού κάδρου από τον τότε νεαρό φωτογράφο.

Ο Δημήτρης Καρπούζης με τις φωτογραφίες του αυτές αποτυπώνει την καθημερινότητά του. Για πολλά χρόνια, από τις αρχές τής δεκαετίας τού 1990 μέχρι τα μέσα τής δεκαετίας τού 2000, φωτογράφιζε τους συναδέλφους του στο εργοστάσιο όπου και ο ίδιος εργαζόταν. Είναι χαρακτηριστικό ότι το σύνολο αυτών των φωτογραφιών αποδίδει μια ενιαία ατμόσφαιρα, και τείνει περισσότερο στο οικογενειακό λεύκωμα παρά στην έξωθεν καταγραφή. Ο τρόπος προσέγγισης των προσώπων που απεικονίζονται και η θέση των ίδιων απέναντι στον φακό αποκαλύπτουν την ανθρώπινη σχέση εμπιστοσύνης και συνενοχής μεταξύ φωτογράφου και φωτογραφιζόμενου. Ο λυρισμός των φωτογραφιών δεν υποκύπτει σε συναισθηματισμό ή σε συνθηματολογία, αλλά και η φωτογραφική γνώση ή η φορμαλιστική δεινότητα παραμένουν διακριτικές για να μην επισκιάσουν την ποιητική αφαίρεση των φωτογραφιών.

Ο Ανδρέας Σχοινάς είναι γνωστός για τις θαυμάσιες φωτογραφίες κυρίως άγνωστων ανθρώπων, οι οποίοι, από τη στιγμή που στρέφει τον φακό του επάνω τους, γίνονται δικοί του, τους αγαπάει αλλά και τους σατιρίζει, είτε τους συναντάει σε λαϊκές γειτονιές τής Αττικής, είτε σε γλέντια, τελετές και παρελάσεις. Η προσέγγισή του διακρίνεται από τρυφερότητα, η οποία όμως συνδυασμένη με το χιούμορ και με μια υπόγεια σκωπτική διάθεση μπορεί να γίνει πότε ανατρεπτική, πότε ειρωνική, αλλά και πολύ συχνά άκρως τραγική. Μέσα στη φωτογραφική του περιπλάνηση δεν φωτογραφίζει εργάτες με θεματική εμμονή, αλλά περιστασιακά ανθρώπους που τυχαίνει να δουλεύουν και τους εντάσσει στο πλαίσιο τής μεγάλης λαϊκής τοιχογραφίας που απασχολεί τις βόλτες του και τη σκέψη του. Για τον θεατή όμως που γνωρίζει μεγαλύτερο μέρος τής δουλειάς τού Σχοινά είναι φανερό ότι η στάση του απέναντι σε αυτούς τους εργάτες διακρίνεται από μια απόσταση σεβασμού και αποδοχής χωρίς άλλες εμφανείς υπογραμμίσεις και τοποθετήσεις. Και -όπως πάντα συμβαίνει στις φωτογραφίες του- χωρίς να δίνει μικρότερη σημασία στη στιβαρή και λιτή σύνθεση τού κάδρου του.

Η παρουσία των δύο άλλων νεότερων φωτογράφων από την Κοζάνη, τού Αλέξανδρου Βρεττάκου και τού Γρηγόρη Δάλλη, οφείλεται αρχικά στη σκέψη ότι Ελλάδα δεν μπορεί να είναι μόνον η Αθήνα και ότι η Κοζάνη είναι μια από τις πιο σημαντικές βιομηχανικές περιοχές τής χώρας μας. Τίποτε όμως από τα παραπάνω δεν θα αρκούσε αν οι δύο αυτοί φωτογράφοι δεν είχαν δείξει έναν αξιοσημείωτο φωτογραφικό έλεγχο και μάλιστα σε ένα θέμα που εύκολα παρασέρνει τον φωτογράφο σε μελοδραματικές κορώνες. Ο Βρεττάκος έχει μια πολύ απελευθερωμένη προσέγγιση, σχεδόν ποιητική και πάντως πολύ μακριά από μια περιγραφική απεικόνιση εργασίας. Οδηγεί με δυναμισμό στα εικαστικά άκρο το ασπρόμαυρο και γίνεται παιγνιώδης με το χρώμα. Ο Δάλλης έχει μεγάλη έφεση και ικανότητα στην κινητικότητα και τη γεωμετρία τής σύνθεσης, χωρίς να παραβλέπει την ποιητική φαντασία τού κάδρου. Η συμμετοχή τους στην έκθεση έρχεται να υπογραμμίσει και να σηματοδοτήσει την καλή φωτογραφική παραγωγή των νέων φωτογράφων τής επαρχίας.

Η φωτογράφιση θεμάτων τα οποία είναι αυτομάτως αναγνωρίσιμα, όπως εν προκειμένω άνθρωποι των οποίων η εμφάνιση και οι συνθήκες παρουσίας δηλώνουν την ιδιότητά τους, αποτελεί μια ακόμα πρόκληση για τον φωτογράφο. Και οποιαδήποτε νέα πρόκληση αυξάνει τις πιθανότητες για μια ακόμα καλύτερη φωτογραφία, αφού κάθε έργο τέχνης συνιστά τη λύση ενός προβλήματος. Οι φωτογράφοι τής έκθεσης αυτής έπρεπε να διαπεράσουν και να υπερβούν το προφανές με στόχο να αποκαλύψουν πλευρές πέραν από το αυτονόητο. Τις περισσότερες φορές το κατάφεραν με τρόπο και απόλυτο και διακριτικό.

Πλάτων Ριβέλλης

 

Φωτογραφίες από τα Μουσεία του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς

Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα - Μουσείο Ελιάς και Λαδιού στη Σπάρτη - Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας στη Μυτιλήνη - Μουσείο Περιβάλλοντος στη Στυμφαλία -Μουσείο Πλινθοκεραμοποιίας Τσαλαπάτα στον Βόλο - Μουσείο Μετάξης στο Σουφλί - Μουσείο Μαρμαροτεχνίας στην Τήνο

Όπως οι περισσότεροι φωτογράφοι της γενιάς μου, υιοθέτησα και εγώ τη φωτογραφική ψηφιακή τεχνολογία. Η αλλαγή αυτή συνοδεύτηκε από λίγες εκπλήξεις και από μερικά προβλήματα, αλλά -τουλάχιστον σε μένα- προσέφερε ασυγκρίτως περισσότερα πλεονεκτήματα. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζω τη δυνατότητα να επιλέγω την έγχρωμη φωτογραφία, χωρίς να αποκλείω την ασπρόμαυρη εκδοχή της. Το παράξενο είναι ότι μέχρι τη στιγμή που επέλεξα οριστικά τον ψηφιακό αισθητήρα, δεν είχα -ούτε καν πειραματικά- ασχοληθεί με το χρώμα στη δική μου φωτογραφία. Δεν ήταν ζήτημα απέχθειας, απλώς δεν είχα νιώσει την ανάγκη. Ήταν άλλωστε πολλά και ενδιαφέροντα τα άλυτα προβλήματά μου σχετικά με τη φωτογραφία ως γενικότερο φαινόμενο, ώστε δεν θεωρούσα σκόπιμο να προσθέσω άλλο ένα, όταν μάλιστα δεν το αποζητούσα. Σήμερα, μπορώ να πω ότι η (από το παράθυρο λόγω ψηφιακής τεχνολογίας) εισβολή τού χρώματος στη φωτογραφία μου έχει εμπλουτίσει τους φωτογραφικούς προβληματισμούς μου και έχει κάνει πιο συνειδητές τις ασπρόμαυρες επιλογές μου.

Την τελευταία (ολοκληρωτικά ψηφιακή) διετία τής φωτογραφίας μου, παράλληλα με τις έγχρωμες λήψεις που σποραδικά επιλέγω και συγκεντρώνω για το σύνολο τής δουλειάς μου, ασχολήθηκα μεθοδικά με δύο μόνο θέματα τα οποία και φωτογράφισα υιοθετώντας κυρίως το έγχρωμο αποτέλεσμα και μάλιστα με απόφαση που τις περισσότερες φορές προηγήθηκε των λήψεων. Το πρώτο αφορούσε τα ξωκλήσια της συριανής υπαίθρου και το δεύτερο τα θεματικά μουσεία τού Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ). Παραδόξως, όσον αφορά τον τρόπο που τα προσεγγίζω φωτογραφικά, τα δύο αυτά θέματα συναντώνται και συγγενεύουν, αφού ούτε στην περίπτωση των εκκλησιών ο έγχρωμος διάκοσμος αντιμετωπίζεται ως ακριβής πληροφορία τού λατρευτικού χώρου, ούτε σε εκείνη των μουσείων οι λεπτομέρειες των κτιρίων ή των εκθεμάτων επιχειρούν να αναφερθούν στη λειτουργία τους ως μουσειακών δειγμάτων.

Η φωτογράφιση των μουσείων, το αποτέλεσμα τής οποίας για πρώτη φορά εκτίθεται, έγινε με την αφορμή μιας σειράς επτά όμοιων σεμιναρίων με θέμα την τέχνη τής φωτογραφίας, τα οποία παρέδωσα, με την αποκλειστική χορηγία τού ΠΙΟΠ, στα ισάριθμα θεματικά μουσεία που το Ίδρυμα τής Τράπεζας Πειραιώς έχει σχεδιάσει, κατασκευάσει και εξοπλίσει και τα οποία με την ευθύνη και με τις δαπάνες του λειτουργούν σε διάφορες περιοχές τής Ελλάδας. Αν δεν κάνω μάλιστα λάθος, μαζί με το Βιομηχανικό Μουσείο τής Ερμούπολης, τα μουσεία αυτά αποτελούν τα μοναδικά δείγματα στη χώρα μας βιομηχανικών μουσείων και αποτελούν τους προδρόμους και τα φωτεινά παραδείγματα για το νέο μουσείο τής Τεχνόπολης, στα εγκαίνια τού οποίου συμμετέχει και η παρούσα έκθεση.

Η φωτογράφιση δεν έγινε με επαγγελματική πρόθεση, ούτε με την επιθυμία να αποτυπώσω και να ενημερώσω. Ήταν περισσότερο το αποτέλεσμα τής χαράς και τής έκπληξης, τις οποίες γέννησαν αφενός η παρουσία, στα μάλλον απομακρυσμένα αυτά μέρη, εκατοντάδων ανθρώπων που συγκεντρώθηκαν για τη διδασκαλία μου και αφετέρου η γνωριμία μου με ένα έργο του οποίου η αισθητική ποιότητα και η λειτουργική τελειότητα εξέφραζαν όλες τις αρετές που ο τόπος μας διαθέτει και μπορεί να αξιοποιήσει και τις οποίες τις περισσότερες φορές προδίδει.

Αντί λοιπόν να δώσω έμφαση στην άψογη και άκρως επιστημονική εξωτερική εικόνα των μουσειακών χώρων και εκθεμάτων, άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί από την ομορφιά των αρχιτεκτονημάτων, από τη γοητεία των χώρων και από τα σκηνογραφικά παιχνίδια των αντικειμένων. Το χρώμα ήταν το εργαλείο για να μεταφέρω την αισθητική ονειροπόληση που μου προκάλεσαν τα κτίσματα και συνάμα τη θεατρικότητα και το παιγνιώδες τής μουσειολογικής αφήγησης. Θεώρησα, χωρίς -το ομολογώ- επιχειρήματα ότι μόνον όταν το χρώμα παύει να υπηρετεί την αλήθεια γίνεται ενδιαφέρον. Χρησιμοποίησα το χρώμα για να μεταφέρω τη χαρά μου και για να αποκαλύψω ότι αυτή η χαρά όφειλε την ύπαρξή της σε κάτι απόλυτα υπαρκτό, αλλά όχι άμεσα φανερό. Οι λίγες φορές που προτίμησα την ασπρόμαυρη εκδοχή ήταν όταν το χρώμα με δέσμευε σε μια πολύ αυτονόητη και όμορφη φυσική πραγματικότητα, ή όταν η επιθυμία μου να οδηγήσω στα άκρα μια εικαστική επέμβαση σκόνταφτε στο εμπόδιο τής χρωματικής αληθοφάνειας. Συνειδητά επίσης περιόρισα τον τεχνολογικό εξοπλισμό μου σε μια μόνο απλή μηχανή και έναν μόνο (ελαφρώς ευρυγώνιο) φακό, έτσι ώστε να παραμείνω αφοσιωμένος στο αντικείμενο και απορροφημένος από το περιβάλλον.

Οι δημιουργοί των μουσείων, αρχιτέκτονες και μουσειολόγοι, προσπάθησαν -και πέτυχαν- να αναδείξουν σε κάθε ένα από τα μουσεία την ιδιαιτερότητα των μουσειακών στόχων και τη μοναδικότητα των χώρων. Με απόλυτο αυθορμητισμό και χωρίς ειδική σκέψη παραμέρισα την επιτυχία τους και ενοποίησα τα μουσεία εντάσσοντας τις εικόνες τους στο παιχνίδι τής χαράς μου. Με όλα τα μουσεία μαζί έφτιαξα ένα δικό μου φανταστικό παιχνίδι, πρισματικές εκδοχές τού οποίου αποτελούν οι φωτογραφίες αυτής της έκθεσης. Ίσως θα έπρεπε να ζητήσω συγγνώμη από όλους αυτούς τους υπέροχους συντελεστές, το έργο των οποίων δεν αποτύπωσα, αλλά χρησιμοποίησα. Μπορεί όμως έτσι να αποδεικνύω ακόμα καλύτερα ότι κάτι που έγινε με πάθος και γνώση εμπεριέχει την ίδια του την υπέρβαση.

Πλάτων Ριβέλλης