Ειδήσεις (metal images)

Υποψία-υπεροψία, 2013, ψηφιακή εκτύπωση σε λαμαρίνα, ηλεκτρονική πλακέτα
· Εκθέσεις · Θεσσαλονίκη // Δημοσίευση: 16 Νοε 2013

ατομική έκθεση του Γιώργου Διβάρη στην γκαλερί Artis Causa

Η γκαλερί Artis Causa (Μητροπόλεως 97 στη Θεσσαλονίκη), παρουσιάζει την ατομική έκθεση του Γιώργου Διβάρη με τίτλο «ειδήσεις» (metal images) που θα διαρκέσει από 31 Οκτωβρίου έως 7 Δεκεμβρίου 2013.

Τα πρόσφατα έργα του Γιώργου Διβάρη (συνθέσεις σε λαμαρίνα και εγκαταστάσεις) πραγματεύονται τη νοητική ισχύ των εικόνων της κατασκευασμένης επικαιρότητας. Μέσα από την αισθητική διερεύνηση των υλικών προϋποθέσεων της επικοινωνίας, τα έργα αυτά σχολιάζουν τους τρόπους με τους οποίους η ψηφιακή εικόνα διεκδικεί τη σχέση της με τη σημειόσφαιρα των αντικειμενικών γεγονότων.

Η εικόνα στις «ειδήσεις» του Γιώργου Διβάρη (2013)
της Λίας Γυιόκα [1]

Εδώ και κάποια χρόνια, στα έργα του Γιώργου Διβάρη επιστρέφει η εικόνα. Επιστρέφει ως ευδιάκριτο Gestalt μετά από μια μακρά απουσία: Ο καλλιτέχνης διένυσε ως εδώ μια πορεία μελέτης της σχέσης του με τα υλικά, προσπαθώντας να μείνει πιστός στην παράδοση της ζωγραφικής ως σύνθεσης και ανάμειξης οργανικών και ανόργανων στερεών, υγρών και παχύρρευστων με στόχο μια αυτόνομη και ιδανική υπόθεση εργασίας που να ιστορεί αλλά και να υπερβαίνει την προέλευσή της.

Κατέληξε πριν από περίπου μια δεκαετία στα κομμάτια βιομηχανικών παραπροϊόντων σε διάφορα σχήματα και χρώματα για να μιλήσει μία γλώσσα που πάντοτε αναφερόταν σε κινήματα όπως η arte povera της δεκαετίας του ‘60 από τη μια, η art sociologique της δεκαετίας του ’70 από την άλλη, δηλαδή σε καλλιτέχνες και ομάδες που συνειδητά αρνούνταν το άμεσα ελκυστικό αισθητικό αποτέλεσμα και την εύκολα ευανάγνωστη πρόταση, από δικαιολογημένο τρόμο μην τους καταπιεί η νοσηρή σαγήνη της διαφήμισης.

Πολλά προηγούμενα έργα του ήγειραν την αξίωση να ερμηνευθούν με βιβλιογραφία: Η κρυπτικότητα, η αναφορά σε προηγούμενα έργα, η καταφυγή στους κώδικες του επαγγέλματος, ήταν άλλωστε από τα λίγα αμυντικά όπλα της «καλλιτεχνικής κατηγορίας» ενάντια στην άνευρη και άτακτη νοητική καταβρόχθιση των σημείων που προσφέρει ο πολιτισμός της δοξολόγησης των εμπορευμάτων.

Ως τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, η δουλειά του έφτανε στους θεατές με τη μορφή μιας περίτεχνης υποσημείωσης στην ιστορία των σύγχρονων καλλιτεχνικών πρακτικών και κατάφερνε ό,τι μπορούσε να καταφέρει μια ενδιαφέρουσα ατομική έκθεση: Βουβές, επιβλητικές παρουσίες, άβολες μέσα στις γκαλερί, ενίοτε δύσκολες στο μάτι, μαρτυρούσαν μία συγκεκριμένη νεοελληνική αμηχανία, γνώριμη σε πολλούς: Αμηχανία γιατί ο δημιουργός αναφέρεται σε συλλογικότητες (σε όλα τα μεταπολεμικά μανιφέστα και από κοινού εγχειρήματα) αλλά είναι μόνος. Αμηχανία γιατί πορεύεται ανάμεσα σε μεταφρασμένα τεχνοκριτικά κείμενα και μικρές ασπρόμαυρες αναπαραγωγές. Αμηχανία γιατί από την Καλών Τεχνών ως τον εκθεσιακό θεσμό είναι ανιαρός ο επαρχιακός μονόδρομος. Είναι ειρωνεία της ιστορίας ότι την ίδια αμηχανία νιώθει κάθε ευαίσθητος κάτοικος του μητροπολιτικού δικτύου, αφού το «επίκεντρο» των γεγονότων είναι πάντα φαντασιακό και ειδικά οι θεσμοί της τέχνης, (οι πιο ακραία και αυθαίρετα εμπορευματικοί με την έννοια ότι οφείλουν να παραγάγουν συνεχώς νέα και ολοένα ανανεούμενη αξία, αλλά και οι πιο έντονα φορτισμένοι με την ελπίδα να υπερβούν το εμπόρευμα) είναι πάντοτε θεσμοί που θα αντλούν τη ζωτικότητά τους από ένα λαμπρότερο πριν, ένα λαμπρότερο μετά, πάντως ένα λαμπρότερο αλλού.

Ο ίδιος εγγράφει ανέκαθεν τη δουλειά του σε μία παράδοση αναμέτρησης με το readymade, ένα είδος αντικειμένου που γεννήθηκε μαζί με έναν στοχασμό σχετικά με τον βραχύ κύκλο της ζωής του ευτελούς εμπορεύματος: Ένα βιομηχανικό προϊόν καθημερινής χρήσης τη στιγμή που έχει πλέον καταστεί άχρηστο, δεν έχει κάποια επιπλέον αρχαιολογική, αισθητική, θρησκευτική αξία, οπότε η καλλιτεχνική του εμβάπτιση καλείται να καταδείξει την αντίφαση της λατρευτικής αξίας της τέχνης στον καπιταλισμό. Μια κοινωνία που λατρεύει θρησκευτικά τα εμπορεύματα, τα αντικαθιστά βιαστικά και ανέμελα για να λατρέψει τα επόμενα. Το readymade φέρει επίσης εντός του και τη συναίσθηση του μαζικού αποβλήτου – όλων των παραπροϊόντων και των μετα-προϊόντων της βιομηχανικής παραγωγής με βαρέα μέταλλα, τεράστιες μηχανές που καταβροχθίζουν νερό, γη, φωτιά και αέρα, ζωντανή εργασία που απονεκρώνεται μόλις κρυσταλλωθεί σε ένα αντικείμενο με ημερομηνία λήξεως. Η διπλή αυτή αρχαιολογία του βιομηχανικού αποβλήτου και του ακυρωμένου εμπορεύματος, κυριαρχούσε στα μέχρι τώρα έργα του Διβάρη.

Στη σημερινή του δουλειά (που φαίνεται να ξεκινά από το 2002 ή σίγουρα από το 2006, χρονιές προηγούμενων ατομικών του εκθέσεων) έχει φύγει μεγάλο μέρος από αυτό το βάρος. Η πραγμάτευση του μέσου και η ιστορική σκιά του readymade έχουν μεταβολιστεί, δεν είναι πια εμπόδια στην αναπαράσταση. Η εικόνα ξανάρχεται, τυπωμένη πάνω στις λαμαρίνες για να θυμίσει την εξάρτηση της οθόνης από την εξόρυξη και τη σχέση της μεταλλείας με τον μαζικό πόλεμο που εμφανίζεται στην εικόνα ως το «περιεχόμενό» της. Το design για το καθιστικό της καθημερινής εργονομίας προέρχεται απευθείας από τα γραφεία σχεδιασμού των πολεμικών αεροπλάνων και της επίπλωσης των πυραύλων.

Φαίνεται πως ο Διβάρης όλ’ αυτά τα χρόνια έκανε τις δοκιμές του για να μπορεί πλέον να μιλά ενδοαφηγηματικά: Οι λευκές σκιές στην επιφάνεια του αλουμινόφυλλου μπλέκονται με την αναπαράσταση του τοξικού νέφους. Πρόκειται για άλμα στην εύρεση της δικής του γλώσσας: Η εκφραστική όσμωση του θέματος της εικόνας από τη μια με την επιτυχημένη λειτουργία ενός φέροντος υλικού ως οθόνης από την άλλη, προβάλλει πλεονεκτικά και ενισχύει το νόημα της εικόνας: Ο καναπές του νέου διαδραστικού τηλεθεατή εμφανίζεται πιο στιλπνός και η πρώτη στιγμή της πυρηνικής έκρηξης φωτίζεται με το καλύτερο μεταλλικό φόντο.

[1] Η Λία Γυιόκα είναι Ιστορικός Τέχνης και διδάσκει ως μέλος του ΔΕΠ στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ.

 

Η κρυφή μεροληψία της διαμεσολάβησης και η θέαση που αποκτηνώνει Σύντομο κοινωνιολογικό σχόλιο του Αλέξανδρου Μπαλτζή[1]

Αν υπάρχει κάτι το συγκλονιστικό στην τηλεοπτική ειδησεογραφία για όλες τις κοινωνικές τραγωδίες μεγάλης κλίμακας, όπως οι πολεμικές συρράξεις, οι κοινωνικές συγκρούσεις και ο αναγκαστικός μαζικός εκπατρισμός, αυτό δεν είναι ούτε το περιεχόμενο, ούτε η θεματολογία της. Δεν είναι καν οι εικόνες του κάθε συλλογικού δράματος που εμφανίζονται κατά καιρούς στις οθόνες μας. Το συγκλονιστικό έγκειται στον τρόπο με τον οποίο οι όροι και οι προϋποθέσεις τόσο της λειτουργίας του μέσου, όσο και της θέασης, απενεργοποιούν τις βασικές και κρίσιμες για μια δημοκρατική κοινωνία λειτουργίες της δημοσιογραφίας, εξοικειώνοντας το ανυποψίαστο κοινό με την ιδέα ότι οι καταστάσεις που παρουσιάζονται, αποτελούν μέρος μιας «φυσικής» τάξης πραγμάτων, όπως ακριβώς το σταχτοδοχείο ή το βάζο πάνω στο τραπεζάκι του καθιστικού, ή οι ασορτί κουρτίνες στα παράθυρά του. Κρύβεται, έτσι, από τον θεατή το εξίσου καίριο γεγονός ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη χρήση της τεχνολογίας, είναι πιο σημαντικοί από αυτήν την ίδια.

Όπως εξήγησε αναλυτικά ο Bourdieu, ένας από τους σημαντικότερους κοινωνιολόγους του 20ού αιώνα, οι δημοσιογράφοι είναι τα πρώτα θύματα της χειραγώγησης που τους επιβάλλεται να ασκούν, ακόμη και ενάντια στις προθέσεις και τις επιδιώξεις τους, για έναν πολύ απλό λόγο: το τηλεοπτικό πεδίο είναι – με τη μεσολάβηση του δείκτη τηλεθέασης – υποταγμένο στους καταναγκασμούς της οικονομικής εξάρτησης. Κανείς διαφημιστής δεν θα αγόραζε τον χρόνο πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τις ειδησεογραφικές εκπομπές, εάν αυτές δεν παρουσίαζαν τεκμήρια ενός επιπέδου τηλεθέασης αρκετά υψηλού, ώστε να δικαιολογεί τη διαφημιστική δαπάνη. Όμως, ειδικά στις χώρες όπου το τηλεοπτικό τοπίο κυριαρχείται από τη διαπλοκή μεταξύ πολιτικών εξουσίας και επιχειρηματιών-εργοληπτών του δημοσίου, οι οποίοι δραστηριοποιούνται και στο πεδίο της μαζικής επικοινωνίας, οι οικονομικοί καταναγκασμοί συμπληρώνονται με καταναγκασμούς πολιτικής εξάρτησης. Για παράδειγμα, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης εξέδωσε τον περασμένο Φεβρουάριο «οδηγία» προς τους τηλεοπτικούς σταθμούς, να μην προβάλλουν εικόνες εξαθλίωσης από την Ελλάδα. Όσο η πολιτική εξουσία χρειάζεται τους επιχειρηματίες της μαζικής επικοινωνίας για να διευθετούν τη δημόσια εικόνα της, να προωθούν και να προβάλλουν τα προτάγματα που έχει επιλέξει και τις δικές της προτεραιότητες, άλλο τόσο οι επιχειρηματίες χρειάζονται την πολιτική εξουσία για να διευκολύνει τις δραστηριότητές τους στους τομείς εκτός και εντός του πεδίου της μαζικής επικοινωνίας. Αν η ισχύς των επιχειρηματιών βρίσκεται στη δυνατότητά τους να διαχειρίζονται το δημόσιο λόγο διευκολύνοντας τους πολιτικούς εξουσίας να πείθουν το κοινό και να το καθησυχάζουν, η ισχύς των πολιτικών εξουσίας βρίσκεται στη δυνατότητά τους να διατηρούν μόνιμα τη λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών σε καθεστώς προσωρινής ανομίας και να εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις που τους εξυπηρετούν δεν θα καταστραφούν από τα υπέρογκα χρέη που έχουν δημιουργήσει. Σε αυτό το πλαίσιο, η τηλεοπτική ειδησεογραφία υπόκειται στους πολλαπλούς καταναγκασμούς που επιβάλλουν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την παραγωγή της. Σε αυτό το πλαίσιο έγκειται, επίσης, η κρυφή μεροληψία της διαμεσολάβησης για την περιγραφή του κόσμου από την τηλεοπτική ειδησεογραφία.

Από την άποψη αυτή, το σημαντικό δεν είναι αυτό που λένε οι τηλεοπτικές ειδήσεις, αλλά όλα εκείνα που αποφεύγουν συστηματικά ακόμη και να τα θίξουν, είτε αποσιωπώντας τα με πρόσχημα την έλλειψη χρόνου, είτε προβάλλοντας και μεγεθύνοντας ιδιαίτερα τις επουσιώδεις πτυχές τους με πρόσχημα την αυτονομία του δημοσιογραφικού πεδίου, τις υποτιθέμενες προτιμήσεις του κοινού και τα εικαζόμενα ενδιαφέροντα ενός ανύπαρκτου «μέσου θεατή». Έτσι, όμως, η πορεία προς την κατανόηση του κόσμου με τη μεσολάβηση της τηλεοπτικής ειδησεογραφίας, είναι πολλαπλά ναρκοθετημένη, καθώς η εξοικείωση με το ανοίκειο και η συλλογική εμπέδωση του ανορθολογισμού δεν παραμονεύουν μόνο στα δομικά χαρακτηριστικά της παραγωγής και παρουσίασης των τηλεοπτικών ειδήσεων, αλλά επίσης στους όρους και τις προϋποθέσεις της πρόσληψής τους.

Καταναλώνοντας ιδιωτικά τις προεπιλεγμένες, μονταρισμένες, επεξεργασμένες και σχολιασμένες εικόνες της τηλεοπτικής ειδησεογραφίας, δηλαδή καταναλώνοντας από απόσταση και στην ασφάλεια του καθιστικού μία συγκεκριμένη ερμηνεία του κόσμου, ο θεατής στήνει – χωρίς να το γνωρίζει – ενέδρα σε βάρος του ορθολογισμού και της αποστροφής προς το ανοίκειο. Καθώς η παρουσίαση της μαζικής μετανάστευσης και της προσφυγιάς, των πολεμικών συρράξεων και των κοινωνικών συγκρούσεων, περιορίζεται κατά κανόνα στην απλή περιγραφή ασύνδετων μεταξύ τους τραγικών ή και βίαιων καταστάσεων και περιστατικών, ο θεατής εμπεδώνει την ιδέα ότι το επουσιώδες αποτελεί την είδηση και όχι το ουσιώδες, το οποίο συνίσταται – για παράδειγμα – στις ευθύνες των αναπτυγμένων κρατών για την εξαθλίωση ολόκληρων χωρών, στα πραγματικά συμφέροντα που τρέφουν και προκαλούν τις διενέξεις και στα ουσιαστικά διακυβεύματα κάθε κοινωνικής διαμαρτυρίας. Έχοντας μέσω της διαρκούς επανάληψης εσωτερικεύσει το ασυνήθιστο και το εξαιρετικό ως συνηθισμένο και τετριμμένο, έχοντας – με άλλα λόγια – εξοικειωθεί με το ανοίκειο, ο ανυποψίαστος θεατής καταλήγει να προσλαμβάνει τις κοινωνικές τραγωδίες και τον προφανή παραλογισμό τους ως φυσιολογικές καταστάσεις, ενδεχομένως και με ένα αίσθημα ανακούφισης που όλα αυτά δεν συμβαίνουν στον ίδιο ή εφησυχασμού ότι δεν πρόκειται να του συμβούν. Ο εθισμός στο ανοίκειο και η εξοικείωση μαζί του μέσω της μετατροπής του σε διακοσμητικό στοιχείο της καθημερινότητας, όμως, είναι κιόλας ένα σημαντικό βήμα προς την απώλεια της ευαισθησίας. Σε αυτό συνοψίζεται η μετατροπή της τηλεόρασης από τεχνολογία συλλογικής χειραφέτησης, που θα μπορούσε να είναι, σε τεχνολογία συλλογικής αποκτήνωσης.

Για την ανάδειξη της μετατροπής αυτής και την έκθεσή της στην κριτική, έχουν ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο τα αναλυτικά εργαλεία που διαθέτουν ειδικές επιστήμες – όπως η κοινωνιολογία και οι επιστήμες για τη μαζική επικοινωνία – αλλά και τα μέσα που διαθέτουν οι τέχνες. Άλλωστε, υπάρχει ένα κοινό γνώρισμα ανάμεσα στις τέχνες και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας: τόσο οι μεν όσο και τα δε, μεσολαβούν για την αναπαράσταση του κόσμου που μας περιβάλλει. Αν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας είναι οι προεκτάσεις μας, επειδή μάς βοηθούν να δούμε και να ακούσουμε πολύ μακρύτερα στο χώρο και το χρόνο απ’ όσο μας επιτρέπουν οι αισθήσεις – όπως διαπίστωνε ο Marshal McLuhan – τα καλλιτεχνικά έργα μάς βοηθούν να δούμε και να κατανοήσουμε τον κόσμο αλλιώς. Με άλλα λόγια, είναι μεν προεκτάσεις, όχι όμως τόσο των αισθητήριων οργάνων – του ματιού και του αυτιού – όσο του τρόπου που τα χρησιμοποιούμε, δηλαδή της αντίληψης, των πεποιθήσεων και των ιδεών μας· είναι προεκτάσεις του νου και της σκέψης.

Όμως, ενώ οι καλλιτέχνες μάς δηλώνουν ευθύς εξαρχής και απερίφραστα ότι αυτό που αναπαριστούν είναι η δική τους ματιά για τον κόσμο, οι επαγγελματίες των μέσων μαζικής επικοινωνίας – και ειδικότερα της τηλεοπτικής ειδησεογραφίας – συνήθως επιδιώκουν να μας πείσουν ότι αυτό που αναπαριστούν είναι ο κόσμος. Κατά κανόνα, δεν προσπαθούν να μας πείσουν με «ευθεία» επιχειρηματολογία, αλλά αποσιωπώντας ότι αυτό που αναπαριστούν είναι μια συγκεκριμένη – η δική τους – αντίληψη για ένα πολύ μικρό τμήμα του πραγματικού κόσμου. Γι’ αυτό και τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων κλείνουν πολύ συχνά με τη φράση «Αυτές ήταν οι κυριότερες ειδήσεις της ημέρας στην Ελλάδα και τον κόσμο», αποφεύγοντας την προσθήκη «…σύμφωνα με την κρίση των δημοσιογράφων και της αρχισυνταξίας του σταθμού μας». Σε αντίθεση με την τάση των τηλεοπτικών ειδήσεων να καθιστούν το ασυνήθιστο συνηθισμένο και να εξοικειώνουν τους θεατές με το ανοίκειο, οι καλλιτέχνες έχουν τη δυνατότητα να ευαισθητοποιήσουν το κοινό, αποκαθιστώντας ό,τι είναι εξαιρετικό, συχνά μάλιστα με πιο αποτελεσματικό τρόπο από αρκετές επιστημονικές αναλύσεις. Για παράδειγμα, η απογύμνωση της τηλεοπτικής εικόνας από την απαστράπτουσα χλιδή που την περιβάλλει, η ανάδειξη της σημασίας που έχει το επουσιώδες ως μέσο αντιπερισπασμού και εργαλείο χειραγώγησης, η επιμονή στις ουσιώδεις πτυχές της «πραγματικότητας» που αναπαριστά η τηλεοπτική ειδησεογραφία και η υπονόμευση του κύρους με το οποίο εμφανίζεται, είναι ορισμένες μόνο από τις δυνατότητες. Καθώς, μάλιστα, όλα δείχνουν ότι οδεύουμε προς μία κοινωνία όπου και η επιστήμη θα προσδιορίζεται από τους ίδιους καταναγκασμούς που ορίζουν την τηλεοπτική ειδησεογραφία, δεν αποκλείεται οι τέχνες να απομείνουν ως μοναδικό καταφύγιο της κριτικής σκέψης.

 

[1] Ο Αλέξανδρος Μπαλτζής είναι κοινωνιολόγος και μέλος του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού στο Τμήμα Δημοσιογραφίας & Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας.