παρουσίαση του νέου βιβλίου του Σπύρου Καράβα στο βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ
Το νέο βιβλίο του Σπύρου Καράβα, "Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας",που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα,θα παρουσιαστεί στο βιβλιοπωλείο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Τσιμισκή 11,την Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014, στις 19:30.
Θα μιλήσουν οι:
- Σία Αναγνωστοπούλου, ιστορικός, Πάντειο Πανεπιστήμιο
- Αλέκος Ζάννας, επιμελητής του Αρχείου Πηνελόπης Δέλτα
- Βίκυ Καραφουλίδου, ιστορικός, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
- Σπύρος Καράβας, ιστορικός, Πανεπιστήμιο Αιγαίου (συγγραφέας του βιβλίου)
Η αναψηλάφηση της ιστορίας της Μακεδονίας η οποία επιχειρείται στις μελέτες που απαρτίζουν τον τόμο αυτό, ξαναφέρνει στο προσκήνιο κρίσιμα ζητήματα από τα χρόνια ιδίως του Μακεδονικού Αγώνα και των Βαλκανικών Πολέμων:
Η ιστορία της Μακεδονίας, σε όλο τον 20ό αιώνα αποτελεί ένα δύσκολο και συναρπαστικό κουβάρι, από πολλές απόψεις (εθνοτική, πολιτισμική, γλωσσική, θρησκευτική) για τον ερευνητή. Ζώνη διακεκαυμένη: οι φλόγες δεν περιορίζονται στην επικράτεια της ιστορίας, αλλά κατακλύζουν την πολιτική, όπως έχουμε διαπιστώσει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Ο Σπύρος Καράβας είναι ένας από τους δεινότερους μελετητές του ζητήματος, και η ιστορική του γνώση πάει χέρι χέρι με την πολιτική του ευαισθησία και την πάλη του ενάντια στον εθνικισμό, τη μισαλλοδοξία και τους εθνικούς μύθους. Το βιβλίο του, αφιερωμένο στη μνήμη του Άγγελου Ελεφάντη, αποτελεί ένα ισχυρό αντίδοτο στην ιδεολογική χρήση της ιστορίας, στις παθογένειες της ιστορικής μας παιδείας που καθόρισαν τη στάση του ελληνικού κράτους στον «νέο μακεδονικό αγώνα» της δεκαετίας του 1990 και κυριάρχησαν στον δημόσιο λόγο.
Έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε που ο Κ. Θ. Δημαράς υποστήριζε ότι πάσχουμε από υπερβολική δόση ιστορισμού, με την οποία είμαστε διαποτισμένοι και ακριβώς γι' αυτό «έχουμε περισσότερα από τους άλλους να κάνουμε: να ξεμάθουμε ό,τι ξέραμε, την ιστορία που παίρνει κανείς για μαλακό προσκέφαλο και για "άλλοθι", και να μάθουμε ό,τι δεν ξέρουμε, την ιστορία όργανο ζωής και εθνικής προαγωγής».1 Δεν θα ανέμενε, ωστόσο, εκείνα τα λόγια του, μισό αιώνα μετά, να περιγράφουν με τέτοια ακρίβεια τόσο το επίπεδο της εθνικής μας αυτογνωσίας όσο και την ανάγκη-προτροπή να ξεμάθουμε για να μάθουμε.
Πράγματι, όποιος καταπιάνεται με ζητήματα της νεοελληνικής ιστορίας που άπτονται ιδίως της εθνικής-κρατικής μας συγκρότησης, βρίσκεται μπροστά σε μια τεράστια αντίφαση: η ιστοριογραφία, κατά κανόνα, «διαψεύδει» τις πηγές, ενώ οι πηγές, με τη σειρά τους, ανατρέπουν το, ούτως ή άλλως κατασκευασμένο, εθνικό αφήγημα. Η ανατροπή αυτή όμως συμβαίνει υπό την προϋπόθεση ότι οι μαρτυρίες προσεγγίζονται από τον ερευνητή με απορία: με το αίτημα να κατανοηθούν και όχι να επιβεβαιωθούν τα παραδεδεγμένα, η κοινά αποδεκτή θεώρηση του παρελθόντος. Διαφορετικά, στην περίπτωση που ο ιστορικός πρεσβεύει ότι ανήκει σε έθνος ανάδελφο, τριγυρισμένο ανέκαθεν από μύριους εχθρούς που επιβουλεύονται την ύπαρξή του, κάθε προσπάθεια κατανόησης και γνώσης ακυρώνεται για να μετατραπεί σε συνηγορία των κυρίαρχων βεβαιοτήτων. Και όπως καλά γνωρίζουμε, οι πιο στέρεες και ανθεκτικές στον χρόνο βεβαιότητες προέρχονται από ηθελημένες ή μη άγνοιες.
Όποιος καταπιαστεί ειδικότερα με την ιστορία των πληθυσμών της Μακεδονίας –και οι επαΐοντες πλέον δεν εκπλήσσονται– θα βρεθεί αντιμέτωπος με αλλεπάλληλα κρούσματα ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας, που συχνά συνοδεύεται από εσκεμμένη παραχάραξη των πηγών. Άλλωστε, στην αντίδραση της ελληνικής πολιτείας απέναντι στο νεομακεδονικό την τελευταία εικοσαετία και στους κοινούς τόπους που κυριάρχησαν στον δημόσιο λόγο, φάνηκαν ξεκάθαρα οι παθογένειες της ιστορικής παιδείας στην Ελλάδα. Παθογένειες που χαρακτηρίζουν τόσο εκείνους που είχαν την ευθύνη για τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής καθώς και τα κομματικά επιτελεία, όσο και όλα ανεξαιρέτως τα στρώματα της κοινωνίας, προσδιοριζόμενα είτε με οικονομικοκοινωνικά είτε με πολιτισμικά κριτήρια. Για μία ακόμη φορά αναδείχθηκε η αυτάρεσκη αναπαραγωγή ανιστόρητων και σωβινιστικών στερεοτύπων, με αποτέλεσμα την αυτοπαγίδευση στην εθνική ρητορεία. Μια ρητορεία που λειτουργεί ως το «μαλακό προσκέφαλο» για το οποίο μιλούσε ο Δημαράς και το οποίο αρνούμαστε να αποχωριστούμε. Και οπωσδήποτε δεν συνιστούν «άλλοθι» οι αντίστοιχες μεθοδεύσεις των υπαρκτών «αντίπαλων» εθνικισμών.
Λέγεται ότι μια φωτογραφία αξίζει πολλές φορές όσο χίλιες λέξεις. Πιστεύω πως μια τέτοια φωτογραφία είναι εκείνη που δημοσιεύτηκε στη Μηνιαία Εικονογραφημένη Ατλαντίδα της Νέας Υόρκης, τον Ιανουάριο του 1913, και αναδημοσιεύεται εδώ στο εξώφυλλο καθώς βεβαιώνει με το παραπάνω του λόγου το αληθές. Γιατί οι «Έλληνες χωρικοί του Σόροβιτς» όχι μόνο εικονογραφούν με τον καλύτερο τρόπο την αντίληψη του «ελληνισμού» για τη Μακεδονία πριν 100 χρόνια, αλλά και απηχούν, με μια δόση ειρωνείας, τη σημερινή σχέση των Νεοελλήνων με την ιστορία της Μακεδονίας. Μια σχέση που χτίστηκε μέσα από αλλεπάλληλες μετωνυμίες, αποσιωπήσεις, άγνοιες, παρεξηγήσεις, στρεβλώσεις και απαγορεύσεις, έτσι που το κύριο και κυρίαρχο σώμα της ελληνικής βιβλιογραφικής παραγωγής για τη Μακεδονία να παρουσιάζει «le monde à l'envers», να εμφανίζει αντεστραμμένο το είδωλο της πραγματικότητας. Με αποτέλεσμα, να μην ξενίζει ούτε καν η έκπληξη του φοιτητή ο οποίος, έχοντας θητεύσει επί 12 χρόνια στα θρανία του πρώην Σόροβιτς και νυν Αμυνταίου, αγνοούσε την παλαιά ονομασία του χωριού του. Αντίθετα γνώριζε για τον τόπο του ό,τι η εθνική ιστοριογραφία είχε κατασκευάσει ως παρελθόν για να αναπληρώσει το κενό των απαγορευμένων ρεαλίων, τουτέστιν σχεδόν τίποτε.
Με αυτά τα ρεάλια και αυτές τις πραγματικότητες καταπιάνεται ο ανά χείρας τόμος, αποβλέποντας και στις γνωστικές ανάγκες του φοιτητή από το Αμύνταιο και των συμφοιτητών του. Με τα ρεάλια, όχι γιατί προσβλέπω σε κάποια «αντικειμενική ιστορία», δηλαδή στη φενάκη της μίας και μοναδικής ορθής και δίκαιης εκδοχής του παρελθόντος. Αλλά γιατί η επιστήμη της ιστορίας δεν μπορεί να βγάζει από το στόχαστρο το οντολογικό της πρόταγμα, στο όνομα της σχετικοποίησης που είναι του συρμού. Όπως υπενθυμίζει ο Σπύρος Ασδραχάς, «δεν υπάρχει ιστορικός που να αρνείται την αντικειμενικότητα της πραγματικότητας. Το πρόβλημα είναι ότι η αντικειμενικότητα της πραγματικότητας δεν έχει απολύτως "αντικειμενική καταγραφή" στη συνείδηση. Και ξέροντας αυτό το πράγμα, ο ιστορικός δημιουργεί μια σειρά νοητικών εργαλείων, μια σειρά τεχνικών, με το σκοπό να καταγράψει στη συνείδησή του, όσο γίνεται, αυτή την οντολογική πραγματικότητα».2 Συχνά, ωστόσο, για να οικονομηθεί ο χρόνος της απαραίτητης έρευνας, μια και «τα πάντα είναι κατασκευές», προτιμήθηκε η διατύπωση υποθέσεων εργασίας –κάποτε περισπούδαστων–, τη στιγμή που οι πηγές απαντούσαν στα ερωτήματα. Για να βρεις όμως τις απαντήσεις μέσα από τις πηγές, πρέπει όχι μόνο να τις ρωτήσεις, αλλά πρωτίστως να τις εντοπίσεις μέσα στον ωκεανό τεκμηρίων της σύγχρονης ιστορίας. Σε τελευταία ανάλυση, αυτή η σχετικοποίηση της θέασης του κοινωνικού γίγνεσθαι, εκείνο που άθελά της πέτυχε είναι να παρέχει εχέγγυα επιστημοσύνης και σε προσεγγίσεις που υπηρετούν την ιδεολογική χρήση της ιστορίας. Προσεγγίσεις είτε της ακαδημαϊκής ιστορίας είτε εκείνης που ευθυγραμμίζεται με τους κανόνες της αγοράς του «ευπώλητου» βιβλίου.
Η αναψηλάφηση της ιστορίας της Μακεδονίας στις σελίδες του βιβλίου επιχειρείται κυρίως μέσα από τις ελληνικές πηγές του 20ού αιώνα, πηγές που αναγκαστικά έχουν αξιοποιηθεί εδώ επιλεκτικά, καθώς ο όγκος και ο πλούτος τους υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητες του μεμονωμένου ερευνητή. Ο χώρος αναφοράς είναι οι περιοχές εκείνες στις οποίες επικέντρωνε το ενδιαφέρον της η ελληνική πλευρά πριν το 1912 και βέβαια η ελληνική Μακεδονία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Οι περισσότερες σελίδες του βιβλίου αφορούν τα πρώτα 13 χρόνια του 20ού αιώνα, γεγονός που υπακούει στα προσωπικά μου ερευνητικά ενδιαφέροντα που σχετίζονται με τον μακρύ 19ο αιώνα.
Σε μια πρώτη μορφή οι μελέτες που συγκεντρώνονται εδώ είχαν δημοσιευτεί σε περιοδικά, εφημερίδες και σύμμικτους τόμους μεταξύ 1998 και 2009. Αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο, για τη νέα τους παρουσίαση πλαισιώθηκαν με πρόσθετα στοιχεία, τα οποία, χωρίς να αλλοιώνουν το εκάστοτε αρχικό επιχείρημα, το εμπλουτίζουν με νέα δεδομένα που είτε η πεπερασμένη έκταση της αρχικής δημοσίευσης δεν επέτρεπε είτε εντοπίστηκαν έκτοτε ή ήρθαν μεταγενέστερα στο φως της δημοσιότητας.
Ο Άγγελος Ελεφάντης, πρόθυμος συζητητής και συχνά από τους πρώτους αναγνώστες των δοκιμίων αυτών, επέμενε να συγκεντρωθούν σε ένα τόμο και εισέπραττε κατ' επανάληψη το «καλά θα δούμε». Για τον Πολίτη προορίζονταν και «Οι ξενοσυνείδητοι της XVης Μεραρχίας», αλλά δεν τον πρόλαβαν. Η παλιά υπόσχεση άφησε το ίχνος της στην αφιέρωση, μικρή υπόμνηση μεγάλης οφειλής.
Λιγότερο απτό το ίχνος των ανθρώπων που συναντήσαμε στις επίμονες περιηγήσεις στις πεδιάδες και τα βουνά της Μακεδονίας, αλλά όχι μικρότερη η ευγνωμοσύνη. Χάρη στη δική τους σύμπραξη, η περιδιάβαση και ο αναστοχασμός, με μόνιμους συνοδοιπόρους την ομάδα των Κατακαλαίων, έγινε μια συναρπαστική πατριδογνωστική περιπέτεια.
1 Κ. Θ. Δημαράς, «Μερικά επείγοντα θέματα» [1964], Σύμμικτα Δ΄. Λόγια περί μεθόδου, Επιλογή κειμένων: Φ. Ηλιού, Επιμέλεια: Π. Πολέμη, Αθήνα 2013, τ. Β΄, σ. 580-581.
2 Σπ. Ασδραχάς, Ζητήματα Ιστορίας, Αθήνα 1983, σ. 131.
Ο Σπύρος Καράβας γεννήθηκε στη Χίο το 1954. Σπούδασε ιστορία στο Πανεπιστήμιο Lyon 2 της Γαλλίας. Από το 1990 διδάσκει στο τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα και οι δημοσιευμένες εργασίες του επικεντρώνονται κυρίως στον ελληνικό αλυτρωτισμό, το μακεδονικό ζήτημα και την ιστοριογραφία του. Από τις Εκδόσεις Βιβλιόραμα κυκλοφορεί επίσης η μελέτη του «Μακάριοι οι κατέχοντες την γην». Γαιοκτητικοί σχεδιασμοί προς απαλλοτρίωση συνειδήσεων στη Μακεδονία 1880-1909.