διάλεξη για τον φωτογράφο Κώστα Μπαλάφα από το Χρήστο Κανάκη στα πλαίσια της έκθεσης φωτογραφίας των μελών της Λέσχης Φωτογραφίας Κωνσταντινουπολιτών
Η Λέσχη Φωτογραφίας Κωνσταντινουπολιτών, σε μια εκδήλωση παράλληλη με την έκθεση φωτογραφίας των μελών της FORMA, παρουσιάζει το έργο και την τεχνική του σημαντικού Έλληνα φωτογράφου Κώστα Μπαλάφα στο Σπυροπούλειο Πνευματικό Κέντρο, την Κυριακή 18 Οκτωβρίου, στις 18:00.
Οι φωτογραφίες του, ασπρόμαυρες εικόνες των «πέτρινων» χρόνων της Ελλάδας, που εστιάζουν στα άγρια ορεινά τοπία και τα σκαμμένα πρόσωπα των ανθρώπων μιας υπαίθρου που δεν υπάρχει πια. Θα προβληθεί οπτικοακουστικό υλικό, με εισηγητή τον φωτογράφο, Χρήστο Κανάκη (Laurea in Fotografia).
Ο Κώστας Μπαλάφας γεννήθηκε το 1920 σε ένα χωρίο της Άρτας, την Κυψέλη.
Γράφει ο ίδιος:
«Γεννήθηκα σ’ ένα κακοτράχαλο ηπειρώτικο χωριό που λες πως και το ίδιο γεννήθηκε για αγώνες πρώτα με την ίδια τη φύση, για να μπορέσει να επιβιώσει στην κακοτράχαλη γη που γεννήθηκε. Και ένα μεγάλο μαράζι ήταν ο ξενιτεμός. Ξενιτεύτηκα νωρίς κι εγώ για λόγους βιοπορισμού, μόλις τέλειωσα το Δημοτικό —το τέλειωσα και δεν το τέλειωσα. Ήμουν τότε έντεκα χρονών και δούλευα σ’ ένα γαλακτοπωλείο. Στο αφεντικό μου αυτό είχαν έρθει κάτι συγγενείς του από την Αμερική, ομογενείς, και θεώρησε υποχρέωσή του να τους ξεναγήσει σε διάφορα μέρη.
Μια μέρα σκέφτηκαν να ανέβουν στην Πάρνηθα• είπανε, μάλιστα, να πάρουν και μιαν αναμνηστική φωτογραφία. Τότε ήταν τα κουτάκια αυτά τα Brownie της Kodak που στοίχιζαν πολύ φτηνά, ήταν εύκολα στη χρήση, γιατί είχαν aplanar φακό και δεν είχε απαιτήσεις για ειδικούς χειρισμούς. Κάποιος Θα έπρεπε όμως να κρατάει αυτό το κουτί για να φωτογραφηθούν αυτοί, και αγγάρεψαν έμένα. Όταν είδα εγώ ότι αυτό που βλέπω μπροστά μου μπορώ να το αποτυπώσω στο χαρτί, με μάγεψε και είπα «ένα τέτοιο εργαλείο θα’ θελα για να αποτυπώσω τα βιώματά μου και να καταχωρίσω τους ανθρώπους που έζησα και μόχθησα μαζί τους, που έζησα χαρές και λύπες. Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κάποτε, ώστε με ένα ρολόι και λίγες οικονομίες να αποκτήσω μια μηχανούλα. Ήταν μια junior Kodak με 7.7 φακό. Μετά από αυτό αγόρασα μιαν άλλη πουλώντας τη μηχανή αυτή και πάλι με κάτι οικονομίες πήρα μια Robot. Με τη Robot και μ’ ένα φιλμ που έπεσε κυριολεκτικά από τον ουρανό, μέσα σ’ ένα βομβαρδιστικό ιταλικό που το έριξαν τα αντιαεροπορικά μέσ’ τα Γιάννενα, κατάφερα να συνεχίσω• έκοβα κομματάκια, γέμιζα τις μπομπίνες κι έτσι φωτογράφισα τον Αγώνα.
Όλοι με κατηγόρησαν στην αρχή ότι φωτογραφίζω την αθλιότητα και τη μιζέρια. Δεν έδειχνα σε κανέναν τις φωτογραφίες μου. Πήρα το δικό μου δρόμο, αυτός είμαι. Και νομίζω πως δεν έκανα άσχημα. Το να βγάλεις λίγα χρυσάνθεμα, ακόμα και μια βαρκούλα που κουνιέται, δεν λέει και σπουδαία πράγματα. Εδώ είναι ένας λαός τρανταχτός, που πέρασε δια πυρός και σιδήρου• από το γιαταγάνι του Γιουσούφ αράπη και από το σκοινί του πατρο-Κοσμά. Αυτόν το λαό φωτογραφίζω».
Το 2008 δώρισε το φωτογραφικό αρχείο του στο Μουσείο Μπενάκη, αποτελούμενο από 15.000 ασπρόμαυρα αρνητικά από το 1939 έως το 2000 και 60 ταινίες μικρού μήκους έτοιμες για ψηφιακή επεξεργασία, με κεντρικό θέμα τα ήθη και τα έθιμα της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας.
«Είμαι Ηπειρώτης στην καταγωγή και ήθελα να καταχωρίσω φωτογραφικά την Ήπειρο που χάνεται.
Δεν εστίαζα στους ανθρώπους «από παραξενιά». Τους αγάπησα, τους είδα πρώτα, μίλησα μαζί τους, είδα τα προβλήματά τους, και γι' αυτό ακριβώς δίνουν αυτή τη συγκίνηση οι φωτογραφίες. Πριν πατήσω το κουμπί γνωρίζω τον κόσμο, ζω μαζί του. Έκατσα με τους βοσκούς, κοιμήθηκα μαζί τους απάνω στα βουνά και είδα όλα τους τα προβλήματα».2003, σε μια συνέντευξή του στην «Ε» ( Ιωάννα Κλεφτόγιαννη)