απάντηση στην ανακοίνωση του Μ.Φ.Θ. από τον Γιάννη Σταθάτο
Η ανακοίνωση του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης που κυκλοφόρησε σε άμεση αντίδραση της επιστολής διαμαρτυρίας 21 διακεκριμένων φωτογράφων, δυστυχώς άφησε βασικά ερωτήματα αναπάντητα, ενώ παράλληλα προσπάθησε να καλύψει το όλο θέμα με νεφελώδεις γενικότητες. Όσον αφορά κατ’ αρχάς το θέμα της καταστρεπτικής πυρκαγιάς, παρακάμπτεται το γεγονός ότι η φωτογραφική συλλογή δεν έπρεπε καν να βρίσκεται στις αποθήκες Βεϊνόγλου (έναντι ποίου τιμήματος, άραγε;). Εφόσον δεν διέθετε αρκετούς αποθηκευτικούς χώρους το ΜΦΘ, θα μπορούσε να είχε γίνει χρήση των αποθηκών του εποπτεύοντος Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, ή ακόμα και του Μακεδονικού ΜΣΤ – χώροι κατά πολύ ασφαλέστεροι και σίγουρα οικονομικότεροι.
Παραμένει ανεξήγητη η ένοχη σιωπή 40 ημερών του ΜΦΘ, σιωπή η οποία βέβαια θα συνέχιζε αν δεν είχε εκβιάσει κάποια αντίδραση η επιστολή μας. Η άποψη ότι το μουσείο θα προβεί σε ενημέρωση και εξηγήσεις «μόλις ολοκληρωθεί το πόρισμα της πυροσβεστικής» είναι βέβαια αστεία, πόσο μάλλον σε μια χώρα όπου τα πορίσματα παραδοσιακά κάνουν μήνες να ολοκληρωθούν. Η εμπλοκή της πυροσβεστικής σε τίποτα δεν αναιρεί την ευθύνη του φορέα, ούτε και ενδιαφέρουν στο στάδιο αυτό τα αίτια της πυρκαγιάς: ξεκάθαρη υποχρέωση του ΜΦΘ ήταν (και παραμένει σήμερα) η άνευ χρονοτριβής ενημέρωση των ενδιαφερομένων.
Αυτό όμως που αποτελεί σαφέστατη απόπειρα παραπλάνησης του κοινού είναι τα περί επανασύστασης της συλλογής ευχολόγια, αρχής γενομένης από την υπερήφανη δήλωση πως «τα έργα αυτά βρίσκονται όλα καταλογογραφημένα σε χαμηλή ανάλυση με ακριβείς τεχνικές προδιαγραφές στα αρχεία του Μουσείου»· σίγουρα θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι χαμηλής ανάλυσης ψηφιακά αρχεία δεν είναι κατάλληλα ούτε καν για την αναπαραγωγή ταχυδρομικών δελταρίων.
Ας είμαστε σαφείς: οι προψηφιακής εποχής φωτογραφίες είναι δύο ειδών, αφενός μοναδικές (όπως οι Polaroid) και αφετέρου όσες μπορούν να αναπαραχθούν από το πρωτότυπο αρνητικό. Οι μοναδικές βέβαια χάθηκαν ανεπιστρεπτί. Όσο για τις υπόλοιπες, το ΜΦΘ δυστυχώς (ή μάλλον, στην περίπτωση, ευτυχώς) δεν διαθέτει τα αρνητικά. Πιστεύουν πράγματι ο ιθύνοντες ότι πολλοί φωτογράφοι, εν όψει της βαθύτατα κλονισμένης αξιοπιστίας του ιδρύματος, θα του εμπιστευθούν τα πολύτιμα αρνητικά τους; Αλλά και να το κάνουν ορισμένοι, μόνο άτομα χωρίς την παραμικρή ευαισθησία για το φωτογραφικό μέσον θα υπέθεταν ποτέ ότι πρωτότυπα τυπώματα από τα χέρια των ίδιων των δημιουργών, σε χαρτιά που δεν υπάρχουν πια, θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από ομοιογενοποιημένα αντίγραφα: θα ήταν σαν να αντικαθιστούσαμε πρωτότυπα γλυπτά με γύψινα εκμαγεία.
Μάλλον πλανάται πλάνην οικτρά το ΜΦΘ αν πιστεύει πράγματι ότι διεθνώς αναγνωρισμένοι ξένοι φωτογράφοι και εικαστικοί όπως οι Lyn Cohen, Edward Burtinsky και Simon Norfolk, πανάκριβα έργα των οποίων βρίσκονταν μεταξύ των απολεσθέντων, θα δεχθούν να τα αντικαταστήσουν, αν βέβαια ποτέ πληροφορηθούν τη μοίρα της δωρεάς τους. Τέλος, όσο αφορά τις στομφώδεις αναφορές στη συνδρομή ξένων φορέων, ας δούμε πρώτα αν οι φορείς αυτοί θα δεήσουν να ανταποκριθούν, και υπό ποιους όρους.
Ένα ακόμα ερώτημα παραμένει: στην Ελλάδα, τη χώρα του φιλότιμου και της υπευθυνότητας, τι παραπάνω από την οριστική απώλεια μεγάλου μέρους των συλλογών του πρέπει να συμβεί, προτού αισθανθεί την ανάγκη να παραιτηθεί ο υπεύθυνος ενός κρατικού μουσείου;
Γιάννης Σταθάτος