υπόμνημα σχετικά με ορισμένες πράξεις και ανακοινώσεις του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης
Το υπόμνημα που ακολουθεί, κείμενο του φωτογράφου και μελετητή της φωτογραφίας Γιάννη Σταθάτου, διαβάστηκε για λογαριασμό του από τον Κωστή Αντωνιάδη κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «Ημερίδας» που διοργάνωσε το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης στην Αθήνα, το Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013.
Καλημέρα. Κατ' αρχάς ζητώ συγνώμη από τους παρευρισκόμενους διότι επαγγελματικές υποχρεώσεις με κράτησαν εκτός Αθηνών, με αποτέλεσμα να πρέπει να σας απευθύνω τον λόγο διά στόματος του φίλου και συναδέλφου Κωστή Αντωνιάδη. Έχω δύο λόγους για τους οποίους επεμβαίνω στο σημείο αυτό της συζήτησης: πρώτον ως δημιουργός φωτογραφικών έργων τα οποία καταστράφηκαν από την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στις αποθήκες της εταιρείας Ορφέας Βεϊνόγλου Α.Ε. το βράδυ της 2-3 Μαΐου 2012, και δεύτερον ως επίτροπος της ιστορικής σημασίας έκθεσης Εικόνα & Είδωλο: Η Νέα Ελληνική Φωτογραφία που επιμελήθηκα το 1997 για λογαριασμό του ΥπΠο, τα έργα της οποίας αποτελούν ένα σημαντικό μέρος των καταστραφέντων.
Αντιπαρέρχομαι πληθώρα θεμάτων σχετικά με τη διαχείριση του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, θέματα για τα οποία καλείται να δώσει εξηγήσεις όχι πλέον το μουσείο, αλλά το κατά νόμον υπεύθυνο όργανο, δηλαδή το Υπουργείο Πολιτισμού, για να επικεντρωθώ στα σχετικά με την καταστροφική πυρκαγιά ερωτήματα. Αυτά είναι εν συντομία τρία:
[1] Πρώτο ερώτημα: γιατί, τη στιγμή που όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, ο επιβλέπων φορέας του ΜΦΘ, δηλαδή το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, προσέφερε μουσειακών προδιαγραφών αποθηκευτικούς χώρους εντελώς δωρεάν, το ΜΦΘ επέλεξε αντί αγνώστου τιμήματος να εμπιστευθεί τις πολύτιμες συλλογές του στις αποθήκες της εταιρείας μεταφορών Ορφέας Βεϊνόγλου, όπου και καταστράφηκε το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης συλλογής;
Το ΜΦΘ έχει συστηματικά αποφύγει να απαντήσει στο πολύ απλό αυτό ερώτημα, που εκτός από θέμα ευθύνης για την καταστροφή, εγείρει και σοβαρότατο θέμα σπατάλης (στην καλύτερη περίπτωση) δημοσίου χρήματος. Το μόνο που έχει ακουστεί είναι αόριστες αναφορές στο γεγονός ότι οι αποθήκες Βεϊνόγλου είναι υποτίθεται «πιστοποιημένες με ISO». Πέραν του ότι αυτή η παρατήρηση καθόλου δεν εξηγεί γιατί απορρίφθηκε η λύση του ΚΜΣΤ, οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως το «πιστοποιημένες με ISO» δεν σημαίνει απολύτως τίποτε όταν δεν διευκρινίζεται ποιό είναι. ISO έχουν και τα βενζινάδικα, ISO έχουν και τα γυμναστήρια. Περί τίνος ISO πρόκειται άραγε εδώ; Μεταφορικής εταιρείας; Σίγουρα όχι μουσειακών αποθηκευτικών χώρων.
[2] Δεύτερο ερώτημα, γιατί η διεύθυνση του ΜΦΘ ουδέποτε, ακόμα και μέχρις σήμερα, δεν επικοινώνησε με τους δημιουργούς των κατεστραμμένων έργων για να τους ενημερώσει σχετικά, παρά προσπάθησε με κάθε τρόπο να κουκουλώσει το συμβάν;
Από τα πάμπολλα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την εξαιρετικά παράξενη αυτή συμπεριφορά του ΜΦΘ, θα αναφερθώ σε δύο μόνον. Πρώτον, το δελτίο τύπου του ΚΜΣΤ της 12/6/2012, το οποίο αναφέρει πως «Πληροφορηθήκαμε με καθυστέρηση, την 21η Μαϊου 2012, για την καταστροφή από την πυρκαγιά που ξέσπασε στις αποθήκες της εταιρίας Ορφεύς Βεϊνόγλου Α.Ε. τη νύχτα της 2ας Μαΐου 2012».
Δεύτερον, επιστολή του ΚΜΣΤ προς τον Συνήγορο του Πολίτη της 18/12/2012 η οποία υπογραμμίζει «τη μυστικότητα που τηρούσαν οι εκπρόσωποι του ΜΦΘ για τα όσα είχαν συμβεί στις αποθήκες της Σίνδου», και εκφράζει «τις ανησυχίες του για τις συνθήκες υπό τις οποίες ανακάλυψε ότι φυλάσσονταν τα φωτογραφικά έργα της συλλογής, και επισήμανε ότι το ΚΜΣΤ διαθέτει ασφαλές σύστημα φύλαξης και επαρκείς αποθηκευτικούς χώρους για την ασφαλή συντήρηση του φωτογραφικού αρχείου».
[3] Τρίτο ερώτημα είναι το γιατί επιμένει το ΜΦΘ να παραπλανά το κοινό και το ΥπΠο ότι είναι δήθεν εφικτή η επανασύσταση της συλλογής, και μάλιστα, σύμφωνα με τα όσα μαθαίνω ότι ελέχθησαν χθες στη Θεσσαλονίκη, σε ποσοστό 95%. Η παραπλανητική στην καλύτερη περίπτωση αυτή ανακοίνωση βασίζεται προφανώς στην πρόθεση να ξανατυπωθούν τα κατεστραμμένα.
Ο κυριος διευθυντής του ΜΦΘ πιθανώς αγνοεί την έννοια του vintage print, του πρωτότυπου δηλαδή τυπώματος εποχής, που θεωρείται και το μόνο πραγματικά αυθεντικό. Για κάθε σοβαρό μουσείο ή συλλέκτη, κάθε άλλη εκτύπωση, πόσο μάλλον αν δεν γίνει υπό την επίβλεψη του φωτογράφου, αποτελεί απλώς αντίγραφο. Εδώ όμως υπεισέρχεται και ένας σοβαρότερος παράγων: σχεδόν όλα τα κατεστραμμένα τυπώματα ήσαν έργα προ-ψηφιακής εποχής, και στις περισσότερες, για να μην πούμε όλες τις περιπτώσεις, τα χαρτιά και τα χημικά που χρησιμοποιήθηκαν τότε απλούστατα δεν υπάρχουν πια σήμερα. Η δήθεν επαναδημιουργία των, ακόμα και βάσει των πρωτότυπων αρνητικών, δημιουργεί απλώς γύψινα ομοιώματα.
Υπάρχει όμως και μια άλλη πολύ σημαντική παράμετρος, την οποία φυσικά το ΜΦΘ προτιμάει να σκουπίσει κάτω από το χαλί. Αναφέρομαι στα ουκ ολίγα μοναδικά έργα της συλλογής, δηλαδή στα έργα που λόγω υλικού (λ.χ. Polaroid), επέμβασης, προσθήκης μη φωτογραφικών στοιχείων ή μικτής τεχνικής, απλούστατα δεν μπορούν να αναπαραχθούν. Και επειδή στη Θεσσαλονίκη ο κύριος διευθυντής προσποιήθηκε πως αυτά αποτελούν αμελητέα ποσότητα, θα μου επιτρέψετε να σας αναφέρω ποια έργα και ποιων δημιουργών εμπίπτουν στην περίπτωση αυτή από την έκθεση Εικόνα & Είδωλο και μόνον.
- Ελένη Μαλιγκούρα: ξύλινες κατασκευές με φωτεινές διαφάνειες
- Δημοσθένης Αγραφιώτης: συνθέσεις με Polaroid και χάρτινα αρνητικά
- Περικλής Αλκίδης: αργυροτυπίες με χειρόγραφο κείμενο
- Γιώργος Δεπόλλας: αργυροτυπίες με χειρόγραφο κείμενο
- Ηρακλής Παπαϊωάννου: κολάζ με λουρίδες τεμαχισμένων Polaroid
- Λίζη Καλλιγά: μοναδική σολαριζέ αργυροτυπία
- Νατάσσα Μαρκίδου: αργυροτυπίες με χειρόγραφο κείμενο
- Νάγια Γιακουμάκη: Polaroids
- Λίζη Καλλιγά: μοναδική εκτύπωση καταστροφής βαφής
- Δέσποινα Μεϊμάρογλου: μεταξοτυπία
- Λία Ναλμπαντίδου: Polaroids
- Ευδοξία Ράδη & Επαμεινώνδας Σχίζας: Polaroids σε plexiglass
- Γιάννης Ψυχοπαίδης: επιζωγραφισμένες Polaroid
Εν κατακλείδι, το σκανδαλώδες, ή μάλλον το θλιβερό όλης αυτής της υπόθεσης είναι το πόσο τρομαχτικά αντικατοπτρίζει την άθλια πραγματικότητα της σύγχρονης ελληνικής δημόσιας ζωής. Ένα αδρά επιχορηγούμενο και υπο κρατική επίβλεψη μουσείο, το μοναδικό δυστυχώς του είδους του στη χώρα μας, συνάπτει ύποπτες και αδιαφανείς σχέσεις με εμπορική εταιρεία κρυφά από τον επιβλέποντα θεσμό. Ως άμεσο αποτέλεσμα της συνδιαλαγής αυτής, καταστρεφεται ολοσχερώς ένα σημαντικό μέρος της φωτογραφικής κληρονομιάς της Ελλάδος.
Αντί αμέσως να ενημερώσει όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς και ιδιώτες, το μουσείο αποκρύπτει για όσο χρόνο μπορεί το συμβάν. Όταν αναγκάζεται επιτέλους να το ομολογήσει, συνεχίζει να αρνείται με πείσμα να δώσει εξηγήσεις. Μοναδικό του μέλημα για τους επόμενους 18 μήνες, ως φαινεται, είναι να καλύψει με κάθε τρόπο την συνένοχο εμπορική εταιρεία, επαναλαμβάνοντας προς όλες τις κατευθύνσεις πως «πρόκειται για λεπτά θέματα», λες και η ευθύνη του μουσείου και των ηθυνόντων δεν είναι προτίστως προς το κράτος και τους δημιουργους, αλλά προς τον ιδιοκτήτη και τους μετόχους της Ορφέας Βεϊνόγλου Α.Ε.
Και το κερασάκι στην ελληνικότατη αυτή τούρτα; Αντί ο διευθυντής και το ΔΣ το μουσείου να ζητήσουν συγνώμη και να πάνε σαν βρεμένες γάτες στο σπίτι τους – αντί, τουλάχιστον, το ΥπΠο να τους διαμηνύσει ευγενικά πως αρκετό κακό έκαναν στην ελληνική φωτογραφία και είναι ώρα να πηγαίνουν – αντί όλων αυτών, ο διευθυντής επιβραβεύεται πανηγυρικά με επαναπρόσληψη από τον υπουργό, και το ΔΣ παραμένει στη θέση του. Only, καθώς λένε εις τας Ευρώπας, only in Greece…
Γιάννης Σταθάτος