έκθεση φωτογραφίας στο Πνευματικό Συνεδριακό Κέντρο Δροσοπηγής του Δήμου Κόνιτσας
Η Αδελφότητα Δροσοπηγιωτών Δήμου Κόνιτσας και το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης παρουσιάζουν την έκθεση φωτογραφίας: Λεωνίδας Παπάζογλου «Φωτογραφικά πορτραίτα από την Καστοριά και την περιοχή της την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα» , Συλλογή του Γιώργου Γκολομπία - Αρχείο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
Η έκθεση θα φιλοξενηθεί στο Πνευματικό Συνεδριακό Κέντρο Δροσοπηγής του Δήμου Κόνιτσας και θα διαρκέσει από 9 Αυγούστου έως 30 Σεπτεμβρίου 2013.
Εγκαίνια: 9 Αυγούστου 2013, ώρα 20:30
Ο Γιώργος Γκολομπίας, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή, διέσωσε και ανέδειξε το αρχείο του Λεωνίδα Παπάζογλου, το οποίο αποτελεί μια σημαντική μαρτυρία για την κοινωνική και οικονομική ζωή της Καστοριάς των αρχών του 20ού αιώνα.
Η Καστοριά και η περιφέρειά της στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως και ολόκληρη η Μακεδονία άλλωστε, διανύει μια μεταβατική περίοδο τόσο από πολιτική όσο και από πολιτιστική άποψη. Ευρισκόμενη σε νευραλγικό γεωγραφικό σημείο, ζει τα τελευταία χρόνια της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας, και τα ζει με ταραγμένο τρόπο, σ’ ένα τοπίο όπου η ελληνική και η βουλγαρική παράταξη βρίσκονται σε μια λυσσώδη και αιματηρή διαμάχη για το ποιος θα είναι εκείνος που θα προσαρτήσει τα νέα εδάφη. Από την άλλη, οι ευρωπαϊκοί συρμοί έχουν ήδη αρχίσει να διαφοροποιούν τις πατροπαράδοτες συνήθειες, κατ’ αρχάς πιο δραστικά σε ενδυματολογικό επίπεδο. Παράλληλα, ο μακραίωνος πολυεθνικός και πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της περιοχής, όπου συμβιώνουν Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι και Τουρκαλβανοί, μαζί με τους εντόπιους σλαβοφώνους, πατριαρχικούς ή εξαρχικούς, που αποτελούν την πλειονότητα των αγροτικών και κτηνοτροφικών πληθυσμών της υπαίθρου, διανύει την τελευταία περίοδο της ύπαρξής του.
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύονται με γλαφυρότητα στις λαμπρές φωτογραφίες του Λεωνίδα Παπάζογλου. Ο ηρωικός και ανήσυχος χαρακτήρας της εποχής δεν προβάλλει μόνον από τους τάφους των αγωνιστών της ελευθερίας, τα πτώματα των αμάχων ή τη μακρά σειρά των αντρών (καμιά φορά και γυναικών) που ποζάρουν περήφανοι και απειλητικοί με τα άρματά τους, είτε είναι Έλληνες αντάρτες, είτε Τούρκοι στρατιώτες και αξιωματικοί, είτε Βούλγαροι κομιτατζήδες, ή και απλοί άμαχοι, μεγάλοι και παιδιά, που φορούν με την ευκαιρία των καστοριανών καρναβαλιών τα πατροπαράδοτα τσολιαδίστικα ρούχα. Φαίνεται κυρίως στη ματιά όλων γενικά των προσώπων που εικονίζονται στις φωτογραφίες, μια ματιά που έχει κάτι το ιδιαίτερο, το αποφασιστικό και ανδρείο καθώς είναι στραμμένη προς τον φακό.
Οι παραδοσιακές φορεσιές, που χωρίς εξαίρεση φορούν οι ηλικιωμένοι αλλά και μεγάλο ποσοστό των νέων πριν το 1912, η κάθε μια τους ένα σύνολο μορφών και συμβόλων που παραπέμπει σε συγκεκριμένο τόπο, εθνικότητα και κοινωνική – οικονομική θέση, εναλλάσσονται με τα φράγκικα των περισσότερων αντρών και τα ευρωπαϊκού τύπου φορέματα πολλών νέων γυναικών, ιδίως από τα αστικά κέντρα της περιοχής, οι οποίες με τη συνοδεία των κοσμημάτων και των εντυπωσιακών χτενισμάτων τους συναγωνίζονται άνετα σε φινέτσα και πολυτέλεια τις κομψότερες αστές της Αθήνας! Πέρα όμως από τη συναρπαστική ενδυματολογική ποικιλία, το αρχείο μάς δίνει επιπλέον τη δυνατότητα για πλήθος επί μέρους πραγματολογικές και στατιστικές αναλύσεις, π.χ. όσον αφορά τους τύπους των όπλων, των υποδημάτων, των κοσμημάτων ή των χτενισμάτων της εποχής.
Ο Λεωνίδας Παπάζογλου ασκούσε τη δουλειά του με βάση επαγγελματικά και όχι ιδεολογικά κριτήρια. Μπροστά από τον φακό του παρέλασαν δίχως διάκριση οι Έλληνες αντάρτες, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και οι Τούρκοι στρατιώτες, εξίσου οι αστοί των πόλεων και των μεγάλων χωριών και οι χωρικοί της περιφέρειας. Χωρίς καμιά αμηχανία απαθανατίζει τους ντόπιους βοεβόδες διώκτες που κατέτρυχαν τον ελληνισμό, ίσως με διάστημα λίγων μόνο μηνών από την πρώτη φωτογράφηση του τάφου του Παύλου Μελά, που έγινε με πολλές προφυλάξεις λίγο πριν τη δύση του ήλιου για να μην αντιληφθούν τίποτε τυχόν περαστικοί Τούρκοι.
Σε όλες σχεδόν τις φωτογραφίες του αρχείου αντιλαμβάνεται κανείς τον έντονο έλεγχο του καλλιτέχνη πάνω στο έμψυχο υλικό που απαθανατίζει. Είναι φανερό πως βλέπει τα άτομα που περιλαμβάνονται στο θέμα ως αρχιτεκτονικά μέλη, κάνοντας κατάλληλη χρήση του όγκου και της μορφής τους και διατάσσοντάς τα έτσι ώστε να παράγονται πραγματικές αρχιτεκτονικές συνθέσεις, με μια επιδεξιότητα που εκπλήσσει. Παράλληλα δείχνει ιδιαίτερη φροντίδα για την παρουσίαση μιας σειράς λεπτομερειών και υπαινικτικών συμβόλων που συντελούν στην αισθητική αρτιότητα των φωτογραφιών αλλά και στην κατάδειξη της ψυχολογίας των ατόμων και του πλέγματος των σχέσεων μεταξύ τους, όπως είναι π.χ. ο τρόπος που τοποθετούν τα χέρια τους, που αγγίζονται μεταξύ τους ή που κρατούν τα άνθη τα οποία ο ίδιος τους έχει δώσει. Τέλος, πριν τη λήψη εξασφαλίζει την ήρεμη έκφραση του προσώπου των φωτογραφιζόμενων, ή μάλλον εκείνη την έκφραση που αποδίδει πιστότερα την προσωπικότητά τους.