παρουσίαση της φωτογραφικής δουλείας του Αβραάμ Παυλίδη από τη Φωτογραφική Λέσχη Βόλου
Με αφορμή το νέο φωτογραφικό λεύκωμα του Αβραάμ Παυλίδη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ευρόδι με τίτλο «Το τελευταίο βλέμμα», η Φωτογραφική Λέσχη Βόλου παρουσιάζει την Τετάρτη 13 Οκτωβρίου, το έργο του γνωστού φωτογράφου, δίνοντας έμφαση στην τελευταία του δουλειά.
Η παρουσίαση θα πραγματοποιηθεί στη Σοφίτα του κτηρίου Σπίρερ, στις 8 το βράδυ και οι φίλοι της φωτογραφίας θα έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά τον δημιουργό και να απολαύσουν προβολή των φωτογραφιών του.
Ο Αβραάμ Παυλίδης, παλαιότερο κομμάτι της δουλειάς του οποίου εκτέθηκε από τη Φωτογραφική Λέσχη στο πλαίσιο του Νοεμβρίου Φωτογραφίας 2007, είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στη σκηνή της σύγχρονης ελληνικής φωτογραφίας. Γι’ αυτόν, η φωτογραφία αποτελεί φυσική προέκταση της έντονης ταξιδιωτικής του δραστηριότητας και της επιθυμίας του να καταγράψει χώρους επαγγελματικούς, λατρευτικούς, ιδιωτικούς, που φέρουν ιδιαίτερο φορτίο μνήμης και παράδοσης. Πρόκειται για ένα έργο με ασυνήθιστη θεματογραφική και υφολογική προσήλωση, στοιχείο που του προσδίδει τον χαρακτήρα μιας ενσυνείδητης έρευνας. Γεννημένος το 1950 στη Θεσσαλονίκη, ο Παυλίδης, διατηρούσε από νεαρή ακόμη ηλικία ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και είχε πάρει μαθήματα διακοσμητικής, ενώ η ενασχόλησή του με τη φωτογραφία ήταν αρκετά εφήμερη. Συστηματικά ασχολήθηκε από το 1990. To έργο του έχει παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια σε αρκετές ομαδικές και ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως, μεταξύ άλλων, η ατομική έκθεση στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (2004), που συνοδεύτηκε από το λεύκωμα «Εστίες παράδοσης» και η ατομική στην γκαλερί της Βιέννης «Φόρουμ αμ Σίλερπλατς» (2009).
Όπως γράφει και ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, επιμελητής του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, στον πρόλογο του λευκώματος:
«Ο Παυλίδης μαθήτευσε από μικρός στη μελαγχολία της απώλειας που διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα την ελληνική επαρχία, αφού έζησε ως παιδί σε χωριό του νομού Σερρών. Σταδιακά διαμόρφωσε μέσα από τη φωτογραφία ένα τρόπο ζωής αναχωρητικό, προσηλωμένο σ΄ ένα έργο σισύφειο ενάντια στη λήθη ενός κόσμου ανυπεράσπιστου. Ταξιδεύοντας μόνος στις εσχατιές της Ελλάδας αναζητά θέματα που παραμένουν αθέατα και προσεγγίζονται μέσα από επιτόπια έρευνα, συστάσεις γνωστών και αγνώστων. Τις τελευταίες δυο δεκαετίες έχει αφοσιωθεί στη μελέτη εσωτερικών χώρων της παράδοσης: κατοικιών, εργαστηρίων, καφενείων, εκκλησιών, σχολείων. Οι φωτογραφίες του λευκώματος αυτού, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, εικονίζουν χώρους σε οικισμούς και χωριά της υπαίθρου, έρημους πλέον από ανθρώπινη παρουσία. Η πρόσφατη αυτή εργασία του Παυλίδη φανερώνει ωρίμανση μέσα από την απόσταση που ο φωτογράφος διατηρεί από την πρώτη εντύπωση για να εντρυφήσει σε αφανείς ιδιαιτερότητες.
Οι καινούργιες αυτές, στο σύνολό τους σχεδόν, φωτογραφίες, διαθέτουν μια ανεπιτήδευτη τραχύτητα και στοιχεία συχνά παράδοξα, αν όχι σπαρακτικά: καθώς το βλέμμα πλανιέται σε σκισμένες ταπετσαρίες και ξεφλουδισμένους τοίχους, σπασμένα έπιπλα και καθρέφτες, αραχνιασμένα μπαούλα και ορθάνοιχτα, άδεια ντουλάπια, ξαφνιάζεται από ένα γυναικείο πέδιλο, ένα παντελόνι που ξέμεινε να κρέμεται στον τοίχο, το πλάγιο φως που αποκαλύπτει την υφή των πραγμάτων…
Ο Παυλίδης φιλοτεχνεί, τελικά, πορτραίτα χώρων με ένα τρόπο ακατέργαστο, αφήνοντας τις φωτογραφίες μετέωρες στην κόψη ανάμεσα στη διαχείριση της πληροφορίας και στην αισθητική. Ο αξεδιάλυτος δεσμός των δυο δεν υπήρξε, άλλωστε, πάντα η μεγάλη γοητεία της φωτογραφίας; Το πληροφοριακό μέρος εστιάζει το ενδιαφέρον στο λαϊκό πολιτισμό, στην ιστορία, στη σημειολογία της καθημερινότητας. Από την άλλη η ενστικτώδης αισθητική διαπραγμάτευση, με κύρια εργαλεία τη σύνθεση και το φως, επιτρέπει στη συνθήκη κάθε χώρου να αναδυθεί χωρίς να αναχαιτίζεται από εμφανώς υποκειμενικά στοιχεία. Τι να προσθέσει κανείς στο σκελετό ενός σιδερένιου κρεβατιού από τη σούστα του οποίου κρέμονται γαμήλια στέφανα;
…Η έσχατη αλήθεια αυτών των φωτογραφιών και των ξεκουρδισμένων μικρόκοσμων που αποτυπώνουν, είναι ίσως τελικά η κατάρρευση κάθε συνεκτικού λόγου ενώπιον του θανάτου. Είναι το σημείο καμπής όπου η ορθή λογική του κυρίαρχου σύγχρονου πολιτισμού σιωπά και ρίχνει γέφυρες στην ελλειπτική λογική της παράδοσης που δεν εξηγεί αλλά εξοικειώνει, αγκαλιάζοντας μαζί φως και σκοτάδι. Καθώς μάλιστα, οι χώροι αυτοί αργά ή γρήγορα θα γκρεμιστούν, θα ανακαινιστούν ή θα μένουν αόριστα σφραγισμένοι, το βλέμμα του Αβραάμ Παυλίδη είναι συχνά το τελευταίο που χαϊδεύει, με επιμελώς κρυμμένη στοργή, αυτά τα ανθρώπινα κατάλοιπα, ψηλαφώντας το κενό ανάμεσα σε μια ζωή και στα πράγματα που στοιχειώνουν μετά το τέλος της.»